15.6 C
Aigio
Σάββατο, 23 Νοεμβρίου, 2024
spot_img

Σύρος, τό μεγάλο λιμάνι τοῦ 19ου αἰώνος

Άρθρο του Τσιαγά Κωνσταντίνου


῾Η ἱστορία τῆς Σύρου εἶναι πανάρχαια καί ἦταν γνωστή στόν ἑλλαδικό χῶρο ἀπό τά 2800 π.Χ., πολύ πρίν δηλαδή γίνει διάσημη γιά τά ἐξαιρετικά της λουκούμια καί τίς χαλβαδόπιτες. ῾Ο ῞Ομηρος τήν ἀναφέρει ὡς Συρίη, στήν ὁποία ἐγκαταστάθηκαν ῎Ιωνες ἀπό τόν 6ο π.Χ. αἰώνα ὅταν ἔφθασαν ἐκεί μέ τόν ᾿Ιππομέδοντα ἀπό τή Σάμο. Στούς κλασσικούς χρόνους ἦταν μέλος τῆς ἀθηναϊκῆς συμμαχίας ἐνώ γνώρισε ἀκμή καί κατά τήν ἑλληνιστική περίοδο. Κατελήφθη ἀπό τούς Φράγκους τῆς Δ’ Σταυροφορίας καί ὑπήχθη στό δουκάτο τῆς Νάξου. Στά 16833 ἐγκαταστάθησαν στό νησί καπουτσίνοι μοναχοί ὀπότε τό νησί λογίζετο ὑπό γαλλικήν προστασίαν. 800 ἑλληνικές ψυχές ἀπέμειναν ὠστόσο δέν διανοήθησαν ποτέ νά μεταναστεύσουν. ᾿Ακόμη καί μέ τήν παρουσία τῶν Τούρκων οἱ Συριανοί διατήρησαν τήν ἑλληνικότητά τους τήν ὁποία βλέπουμε καί σέ πολλά τοπωνύμια.

῾Η Σύρος, ἐπί Τουρκοκρατίας, ἦταν ἕνα ἀσήμαντο κυκλαδονήσι. Τόπος μέ περιορισμένη ἀγροκτηνοτροφία  κάτι πού σημαίνει ἔλλειψη ἀγορᾶς καί ἐμπορευματικῆς παραγωγῆς. ῞Ολοι σχεδόν οἱ κάτοικοι εἶχαν ἀσπασθεῖ τό καθολικό δόγμα, κατάλοιπο τῆς ἀνθούσης Φραγκοκρατίας κατά τό 13ο,14ο καί 15ο αἰώνα. Αὐτή ἡ ἐπικράτησις τοῦ καθολικοῦ δόγματος εἶχε οὐσιαστικά <<προσφέρει>> στό νησί τή γαλλική προστασία. Αὐτή ἡ προστασία ἐγίνετο ὁλοένα καί πιό ἀποφασιστική ὅσο ἡ ᾿Οθωμανική Αὐτοκρατορία παρήκμαζε γιά νά φθάσουμε στίς παραμονές τοῦ 19ου αἰώνος, ὅταν οἱ καθολικοί Συριανοί ἀπολάμβαναν εἰδικά προνόμια καθώς καί φοροαπαλλαγές. ῾Η γαλλική αὐτή παρουσία ἐξασφάλιζε στούς Συριανούς μία ἄνετη καί εἰρηνική ζωή, δικαιολογῶντας τήν οὐδετερότητα τῶν Συριανῶν κατά τή διάρκεια τῆς ἐπαναστάσεως. ᾿Εντούτοις στή Σύρο βρήκαν ἄσυλο πολλοί πρόσφυγες ἀπό τή Χίο, τά Ψαρά καί τήν Κάσο ,νησιά πού ἰσοπεδώθησαν ἀπό τούς Τούρκους. Μετά τήν ἀπελευθέρωση ἡ Σύρος διαμορφώθη σέ μία μεγάλη ἀποθήκη ἐμπορευμάτων καθώς τά 2/3 τῶν εἰσαγωγῶν τοῦ ἑλληνικοῦ ἐμπορίου πραγματοποιοῦντο μέσω τοῦ λιμένος τῆς ῾Ερμουπόλεως. ῾Η εὐημερία τοῦ νησιοῦ προῆλθε καί ἀπό τό διαμετακομιστικό ἐμπόριο καθώς δυτικά βιομηχανικά ἀγαθά καί ἀνατολικά ἀγροτικά προϊόντα εἶχαν ὡς ἐνδιάμεσο σταθμό τό νησί. ᾿Εξάλλου ἡ ἐμπορευματοποίησις τῆς ἀγροτικῆς παραγωγῆς τῆς ᾿Ανατολῆς (νότια Ρωσία, ᾿Οθωμανική Αὐτοκρατορία, ῾Ελλάς) εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐκδηλωθείσης ἀπό τή Δύση πιεστικῆς ζητήσεως, ὑπαγορευθείσα ἀπό τήν ἀναπτυσσόμενη βιομηχανία. ῾Η Σύρος εὐρέθη στό σταυροδρόμι τῶν θαλασσίων δρόμων τῆς ἐποχῆς ( ᾿Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολις, Δούναβης, Τεργέστη, Μασσαλία). Μέ ἄξονα τό ἐμπόριο ἀναπτύχθησαν παραλλήλως μέ αὐτό ἡ ναυτιλία, ἡ ναυπηγική καί οἱ ἀσφάλειες.  ῾Η κερδοφορία ἀπό τίς δραστηριότητες αὐτές ἀποτέλεσαν τή βάση τῆς συγκροτήσεως τοῦ ἑλληνικοῦ ἐφοπλιστικοῦ κεφαλαίου στά τέλη τοῦ 19ου αἰώνος. Τομή στήν ἐξέλιξη τῆς τοπικῆς οἰκονομίας συνιστᾶ ἡ ἴδρυση τῆς ῾Ελληνικῆς ἀτμοπολοϊας στήν ῾Ερμούπολη, κατόπιν πρωτοβουλία τῆς ᾿Εθνικῆς Τραπέζης καί μέ τή συμμετοχή τόσο τοῦ ἑλληνικοῦ δημοσίου καθώς καί ἰδιωτῶν. Τό ναυπηγεῖο τῆς Σύρου θεωρεῖτο τό μεγαλύτερο καί πληρέστερο τῆς χώρας.
Στά 1867 , ὀκτώ ἀπό τά εἰκοσιδύο ἀτμοκίνητα ἐργοστάσια ἔν ῾Ελλάδι, εὐρίσκοντο στή Σὺρο. ῾Η πρώτη. ῾Η πρώτη ἀκμάζουσα βιομηχανία (1829) εἶναι αὐτή τῆς κατεργασίας δερμάτων ἐνώ λίγο ἀργότερα ἰδρύθησαν βυρσοδεψεία τά ὁποία θεωροῦντα ὡς τά καλύτερα τῆς ἀνατολῆς.  Στά 1898 ἰδρύθη <<μακαρονοποιεῖον>> ἐνώ ἤδη ἤκμαζε ἡ σιδηρουργική. Λειτουργοῦσε ἀκόμη σαπωνοποιεία καθώς ἐπίσης καί μονάς <<φεσοποιίας>> ἡ ὁποία προμήθευε τόσο τήν ἑλληνική ὄσο καί τήν τουρκική ἀγορά. ῾Η διάνοιξη τοῦ ᾿Ισθμοῦ τῆς Κορίνθου  καθώς καί ἡ ἀνάπτυξη σιδηροδρομικοῦ δικτύου εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀπώλεια ,ἀπό μέρους τῆς Σύρου, τῆς πρωτοκαθεδρίας ὑπέρ τοῦ Πειραιῶς. ῾Η παγκόσμια νομισματική κρίση τοῦ 1879 δοκίμασε τό νησί ἐνώ ἡ παρακμή ἐνισχύθη καί ἀπό τήν πτώση τῆς ἰστιοφόρου ναυτιλίας. Τοιουτοτρόπως πολλές βιομηχανίες ἔκλεισαν  ἐνώ χάρη στήν ἀνάπτυξη τῆς ἀτμοπλοϊας τό νησί ἔχασε τή σημασία του ὡς διαμετακομιστικοῦ κέντρου. ῎Αμα τῆ ἐλεύσει τοῦ 20ου αἰώνος δημιουργήθησαν συνθῆκες γιά ἀνάπτυξη τῆς κλωστοϋφαντουργίας  ὀπότε ἰδρύθησαν νέες μονάδες στό νησί οἱ ὁποῖες ὠστόσο μετά τή Μικρασιατική καταστροφή διοικοῦντο δί ἀντιπροσώπων καθώς οἱ περισσότεροι βιομήχανοι μετοικοῦσαν πιά στό κλεινόν ἄστυ ὄπου ἀφθονοῦσε τό φθηνό ἐργατικό δυναμικό. Στό τέλος τοῦ Μεσοπολέμου οἱ περισσότερες ἀπό τίς ἔν λειτουργία μονάδες ἔκλεισαν ἐνώ ἡ κίνησις τοῦ λιμένος συρρικνώθη. Μεταπολεμικά ἡ παραγωγή ἀκολούθησε πτωτική πορεία ἐνώ παράλληλα μειώθη καί ὁ πληθυσμός τοῦ νησιοῦ, οἱ δέ ἐναπομείνασες κλωστοϋφαντουργίες εἶχαν ἀναστείλλει τή δράση τούς ἔως καί τά 1990. Οἱ λόγοι τῆς βιομηχανικῆς παρακμῆς μποροῦν νά συνοψισθοῦν στά κάτωθι

–ἔλλειψις ἐκσυγχρονισμοῦ τοῦ μηχανολογικοῦ ἐξοπλισμοῦ καί τῶν ἐγκαταστάσεων

–ἀνεπάρκεια ὀργανώσεως τῆς ἐργασίας καί ἐξορθολογισμοῦ τῆς παραγωγῆς

–ἔλλειψις προσαρμοστικότητας

–ἀπουσία κρατικῆς μερίμνης

–μεταφορά τῶν περισσοτέρων βιομηχανιῶν στήν εὐρύτερη περιοχή τῶν ᾿Αθηνῶν

Σχετικά άρθρα

- Advertisement -spot_img
- Advertisement -spot_img
- Advertisement -spot_img
- Advertisement -spot_img

Δείτε ακόμα