Ατενίζοντας τη Γαλλία και τη Γερμανία από τους γεμάτους αμπέλια λόφους του Σένγκεν, του χωριού στο νότιο άκρο του Λουξεμβούργου, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πού τελειώνει η μία χώρα και πού αρχίζει η άλλη. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε μια συμφωνία που υπογράφηκε εκεί το 1985, η οποία δέσμευσε τις χώρες της Μπενελούξ, τη Γαλλία και τη Γερμανία, να καταργήσουν τα σύνορα που τις χώριζαν.
Ο χώρος Σένγκεν χωρίς διαβατήρια έχει έκτοτε επεκταθεί και περιλαμβάνει τους περισσότερους από τους 450 εκατ. πολίτες των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και ορισμένους γείτονες. Επιθυμώντας να συλλάβουν τη μυστηριώδη ουσία του ευρω-ομοσπονδισμού, κάποιοι τουρίστες εξακολουθούν να συρρέουν στο χωριό όπου ξεκίνησαν όλα, όπως έκανε και ο υπογράφων το άρθρο αυτήν την εβδομάδα. Δυστυχώς, οι επισκέπτες απογοητεύονται τριπλά. Πρώτον, ένα μουσείο για τον εορτασμό της συμφωνίας βρίσκεται επί του παρόντος υπό ανακαίνιση.
Δεύτερον, το χωριό έχει μετατραπεί στη φαντασίωση ενός Σαουδάραβα πρίγκιπα: με μόλις μερικές εκατοντάδες κατοίκους, έχει οκτώ εκτεταμένα πρατήρια καυσίμων στην περιοχή του, που εξυπηρετούν τους αυτοκινητιστές που επιθυμούν να γεμίσουν τα ρεζερβουάρ τους πριν φύγουν από το χαμηλής φορολογίας Λουξεμβούργο. Τέλος, και το πιο ανησυχητικό, η ελευθερία των ταξιδιών που το τοποθέτησε στον χάρτη χάνεται σταθερά. Ένα σύμβολο της επιτυχίας της ΕΕ να φέρνει κοντά τις χώρες κινδυνεύει να υποκύψει στον εθνικισμό που αναβιώνει σε όλο το μπλοκ.
Από αυτήν την εβδομάδα ο χώρος Σένγκεν θα έχει μια τρύπα στο σχήμα της Γερμανίας στην καρδιά του. Στις 16 Σεπτεμβρίου η πολυπληθέστερη χώρα της Ευρώπης επέλεξε να «αποχωρήσει» από τα ταξίδια χωρίς διαβατήριο, επαναφέροντας τους ελέγχους σε όλα τα σύνορά της, αρχικά για περίοδο έξι μηνών, αλλά πιθανότατα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Για όσους είναι προσηλωμένοι σε μια ολοένα και πιο στενή ένωση, το ανέβασμα των γεφυρών σε μια χώρα που βρίσκεται στο κέντρο της ηπείρου αποτελεί κακό σημάδι για ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της ΕΕ. Επί του εδάφους, για να είμαστε σίγουροι, λίγα φαίνεται να έχουν αλλάξει. Διασχίζοντας με τα πόδια τη Μοσέλ στο Σάαρλαντ το πρώτο πρωί που τέθηκαν σε εφαρμογή τα νέα μέτρα, δεν είδα κανένα ίχνος συνοριακών σταθμών -έχουν από καιρό απομακρυνθεί (η Γερμανία έχει υποσχεθεί «στοχευμένους» ελέγχους, που δεν θα διαταράξουν τους πολλούς εργαζόμενους που μετακινούνται πέρα από τα σύνορα. Αλίμονο σε όποιον ενοχλεί έναν Λουξεμβούργιο διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων κατά την επιστροφή του από το γραφείο).
Παρ’ όλα αυτά, τα νέα μέτρα αποτελούν ένα ακόμα πλήγμα σε ένα σύστημα που έχει υποστεί αναρίθμητες περικοπές και ίσως να μην είναι σε θέση να αντέξει άλλες τόσες. Όπως και άλλα ευρωπαϊκά μεγαλεπήβολα projets, όπως το ευρώ ή η ενιαία αγορά, η συμφωνία Σένγκεν απαιτεί από κάθε εθνική κυβέρνηση να εμπιστεύεται ότι οι ομόλογοί της στην Ένωση κάνουν το σωστό. Όλο και περισσότεροι δεν το κάνουν. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τη μετανάστευση, η οποία ανησυχεί τους ψηφοφόρους (και συνεπώς τους πολιτικούς) από την Αθήνα έως το Δουβλίνο. Η Γερμανία επανάφερε τους περιορισμούς όχι επειδή ανησυχεί για τις επισκέψεις των Δανών ή των Γάλλων. Αντίθετα, έχει χάσει την πίστη της στην αστυνόμευση των συνόρων των γειτόνων της: την τάση τους να αφήνουν μετανάστες από πιο μακριά, οι οποίοι στη συνέχεια παίρνουν τον δρόμο προς τη Γερμανία.
Η κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί, αναδεικνύει το κεντρικό ελάττωμα της Σένγκεν. Η σιωπηρή συμφωνία όταν καταργήθηκαν τα εσωτερικά σύνορα το 1995 ήταν ότι οι χώρες που συνορεύουν με τρίτες θα έπρεπε περιφρουρούν τα δικά τους επιμελώς, με τρόπο που οι άλλες θα μπορούσαν να εμπιστεύονται. Αυτό ισχύει μόνο περιστασιακά: το 2023 σημειώθηκαν σχεδόν 400.000 παράνομες διελεύσεις στην ΕΕ, οι υψηλότερες από το κύμα μετανάστευσης του 2015-16. Από τη στιγμή που βρίσκονται στη ζώνη Σένγκεν, οι μετανάστες μπορούν να ταξιδεύουν ανεξέλεγκτα όπου θέλουν. Συχνά αυτό σημαίνει ότι παίρνουν τον δρόμο από μια φτωχότερη χώρα, όπως η Ιταλία, προς μια πλουσιότερη, όπως η Γερμανία. Μια συνεχής ροή μεταναστών, για την οποία οι Αρχές δεν μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα, αποτελεί πρόσφορο έδαφος για τους ακροδεξιούς πολιτικούς, οι οποίοι επιθυμούν να καταγγείλουν τόσο τους μετανάστες, όσο και την ΕΕ. Τα γερμανικά μέτρα Σένγκεν έρχονται μετά την αύξηση της υποστήριξης για την Εναλλακτική για τη Γερμανία, ένα ξενοφοβικό κόμμα που τα πήγε εξαιρετικά στις πρόσφατες εκλογές στα κρατίδια.
Γερμανία: Οι εγγυήσεις της Σένγκεν
Θεωρητικά η Γερμανία θα μπορούσε να επιβάλει τις εγγυήσεις του Σένγκεν που ήδη υπάρχουν. Οι παράτυποι μετανάστες που διαπιστώθηκε ότι πέρασαν τα ευρωπαϊκά εσωτερικά σύνορα μπορούν να σταλούν πίσω στην πρώτη χώρα της ΕΕ στην οποία πάτησαν το πόδι τους, η οποία πρέπει είτε να τους χορηγήσει άσυλο είτε να τους στείλει πίσω στον τόπο καταγωγής τους. Στην πράξη το σύστημα δεν λειτουργεί. Οι χώρες που προορίζονται να δεχθούν πίσω τους μετανάστες, όπως η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ουγγαρία, λένε ότι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις μεταναστευτικές ροές που βρίσκονται εκτός του ελέγχου τους. Η ενίσχυση της Frontex, της πανευρωπαϊκής συνοριακής δύναμης, από το 2016 έχει μέχρι στιγμής κάνει μόνο οριακή διαφορά. Ένα εκτεταμένο «σύμφωνο για τη μετανάστευση» που συμφωνήθηκε πέρυσι έχει στόχο να βελτιώσει τα πράγματα, για παράδειγμα με την κατασκευή εγκαταστάσεων στα σύνορα της ΕΕ για τη γρήγορη επεξεργασία των παράτυπων αφίξεων (και έτσι να στείλει πολλούς από αυτούς στην πατρίδα τους πριν μπορέσουν να ταξιδέψουν σε μέρη όπως η Γερμανία). Ωστόσο, η εφαρμογή του απέχει τουλάχιστον δύο έτη. Οι γερμανικές εθνικές εκλογές, αντίθετα, είναι το επόμενο.
Έτσι, υιοθετήθηκε η ύστατη λύση από τους απογοητευμένους υπουργούς Εσωτερικών: η επαναφορά των συνοριακών ελέγχων εντός της Ευρώπης. Αυτό αντιβαίνει στο πνεύμα της Σένγκεν και μάλιστα σε ορισμένους από τους επίσημους κανόνες της. Θεωρητικά η αναστολή των ταξιδιών χωρίς διαβατήριο επιτρέπεται μόνο για έξι μήνες. Στην πράξη ορισμένες χώρες, όπως η Γαλλία και η Δανία, έχουν συσσωρεύσει αθόρυβα χρόνια τέτοιων «προσωρινών» περιορισμών. Πολλοί φοβούνται ότι η Γερμανία θα κάνει το ίδιο. Οι Αρχές της ΕΕ στις Βρυξέλλες θα έπρεπε να διαμαρτυρηθούν, αλλά έχουν σιωπηρά επιτρέψει στις χώρες να επιβάλλουν εκ νέου ελέγχους με την ελπίδα να διατηρήσουν το σύστημα.
Από το Λουξεμβούργο, η ανύψωση της γερμανικής γέφυρας φαίνεται προς το παρόν διαχειρίσιμη. Ο Léon Gloden, υπουργός Εσωτερικών της χώρας (και για πολλά χρόνια δήμαρχος μιας πόλης που βρίσκεται ακριβώς πάνω από το Σένγκεν, στα σύνορα με τη Γερμανία) λέει ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα πρέπει ιδανικά να απέχουν από μονομερή μέτρα, ακόμα και προσωρινά. Οι Αρχές του Λουξεμβουργου συνεργάζονται με τους Γερμανούς ομολόγους τους για να αποτρέψουν τους αποκλεισμούς της κυκλοφορίας. Πρόκειται για μια παρέκκλιση, η οποία, όμως, απέχει πολύ από τα σκληρά γερμανικά σύνορα που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια, τα οποία έχουν ξεχαστεί προ πολλού. «Αν αναφέρω στα παιδιά μου [τα συνοριακά φυλάκια] τώρα, νομίζουν ότι έζησα στον 19ο αιώνα».
© 2024 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com
Parapolitika.gr