Άρθρο του Γραμματέα του ΜέΡΑ25 Γιάνη Βαρουφάκη στο news247
Όταν ένα εργοστάσιο θέλει να ξεφορτωθεί τα τοξικά του απόβλητα, οι διευθυντές του πληρώνουν κάποιον για να το κάνει. Αλλά όταν οι κεντρικές τράπεζες αρχίζουν να αντιμετωπίζουν τα χρήματα όπως οι κατασκευαστές αυτοκινήτων μεταχειρίζονται το αναλωμένο θειικό οξύ, τότε καταλαβαίνουν όλοι ότι κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού.
Ο καπιταλισμός κατέκτησε τον κόσμο εμπορευματοποιώντας σχεδόν οτιδήποτε είχε αξία αλλά όχι τιμή, διαχωρίζοντας τις αξίες από τις τιμές. Το ίδιο προκάλεσε και στο χρήμα. Η ανταλλακτική αξία του χρήματος αντανακλούσε πάντα την ετοιμότητα των ανθρώπων να ανταλλάξουν πολύτιμα πράγματα για συγκεκριμένα ποσά μετρητών. Όμως, στον καπιταλισμό, και εφόσον ο Χριστιανισμός είχε αποδεχθεί την ιδέα να χρεώνεις για δάνεια, το χρήμα απέκτησε και μια τιμή αγοράς: το επιτόκιο ή την τιμή μίσθωσης ενός ποσού μετρητών για μια δεδομένη περίοδο.
Μετά την χρηματοοικονομική κατάρρευση του 2008, και ειδικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, συνέβη κάτι αξιοπερίεργο: το χρήμα διατήρησε την συναλλαγματική του αξία (που μειώνει ο πληθωρισμός), αλλά η τιμή του βούλιαξε, και έγινε αρνητική σε πολλές περιπτώσεις. Οι πολιτικοί και οι κεντρικοί τραπεζίτες είχαν δηλητηριάσει ακούσια «την αλλοτριωμένη ικανότητα της ανθρωπότητας» (ο ποιητικός ορισμός του Καρλ Μαρξ για το χρήμα). Το δηλητήριο που χορήγησαν ήταν η πολιτική που υιοθετήθηκε μετά το 2008, στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, της σκληρής λιτότητας για τους περισσότερους προκειμένου να χρηματοδοτηθεί ο σοσιαλισμός για τους λίγους.
Η λιτότητα μείωσε τις δημόσιες δαπάνες ακριβώς τη στιγμή που οι ιδιωτικές δαπάνες κατακρημνίζονταν, επιταχύνοντας τη μείωση του αθροίσματος των ιδιωτικών και δημόσιων δαπανών – που συνιστά, εξ ορισμού, το εθνικό εισόδημα.
Στον καπιταλισμό, μόνο οι Μεγάλες Επιχειρήσεις έχουν την ικανότητα να δανείζονται σημαντικά ποσά από τα χρήματα που οι δανειστές, κυρίως πλούσιοι άνθρωποι με μεγάλες αποταμιεύσεις, είναι διατεθειμένοι να δανείσουν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η τιμή του χρήματος κατακρημνίστηκε μετά το 2008: η ζήτηση για αυτό εξαντλήθηκε, καθώς οι Μεγάλες Επιχειρήσεις αντέδρασαν στις καταστροφικές συνέπειες που είχε η λιτότητα στη ζήτηση, μειώνοντας τις επενδύσεις, ακόμη και όταν η προσφορά χρήματος (στις Μεγάλες Επιχειρήσεις) εκτινασσόταν.
Όπως συμβαίνει με τα αποθέματα πατάτας που κανείς δεν θέλει να αγοράσει στην επικρατούσα τιμή, η τιμή του χρήματος –το επιτόκιο– πέφτει όταν η ζήτηση για αυτό παραμένει μικρότερη της ποσότητας που είναι διαθέσιμη για δανεισμό. Αλλά εδώ έγκειται η κρίσιμη διαφορά: Ενώ μια ραγδαία πτώση της τιμής της πατάτας αντιμετωπίζει άμεσα κάθε πρόβλημα υπερπροσφοράς, το αντίθετο συμβαίνει όταν η τιμή του χρήματος κατακρημνίζεται. Αντί να χαίρονται που μπορούν τώρα να δανείζονται φθηνότερα, οι επενδυτές σκέφτονται: «Η κεντρική τράπεζα πρέπει να θεωρεί πως η κατάσταση είναι ζοφερή για να αφήνει τα επιτόκια να πέφτουν τόσο πολύ. Δεν θα επενδύσω ακόμα κι αν μου δώσουν δωρεάν χρήμα!». Ακόμη και όταν οι κεντρικοί τραπεζίτες μείωσαν σημαντικότατα την επίσημη τιμή του χρήματος, οι επενδύσεις απέτυχαν να ανακάμψουν – και η τιμή του χρήματος συνέχισε να πέφτει, ωσότου έφτασε στα αρνητικά.
Ήταν μια περίεργη κατάσταση. Οι αρνητικές τιμές έχουν νόημα για απορρίμματα, όχι για αγαθά. Όταν ένα εργοστάσιο θέλει να ξεφορτωθεί τα τοξικά του απόβλητα, τα χρεώνει αρνητικά: οι διευθυντές του πληρώνουν κάποιον για να τα ξεφορτωθεί.
Αλλά όταν οι κεντρικές τράπεζες αρχίζουν να αντιμετωπίζουν τα χρήματα όπως οι κατασκευαστές αυτοκινήτων μεταχειρίζονται το αναλωμένο θειικό οξύ ή οι πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής τα ραδιενεργά λύματά τους, τότε καταλαβαίνουν όλοι ότι κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού.
Ορισμένοι σχολιαστές ελπίζουν τώρα ότι το δυτικό χρήμα εξαγνίζεται στην πυρά του πληθωρισμού και της αύξησης των επιτοκίων. Αλλά ο πληθωρισμός δεν αποβάλλει το δηλητήριο από το χρηματικό σύστημα της Δύσης. Έπειτα από μια και πλέον δεκαετία εθισμού στα δηλητηριασμένα χρήματα, δεν έχει παρουσιαστεί καμία προφανής μέθοδος αποτοξίνωσης. Ο πληθωρισμός σήμερα δεν είναι το ίδιο θηρίο που αντιμετώπισε η Δύση στη δεκαετία του ‘70 και στις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Αυτή τη φορά, απειλεί την εργασία, το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις με τρόπους που δεν μπορούσε πριν από 50 χρόνια. Τότε, οι εργαζόμενοι ήταν αρκετά οργανωμένοι για να απαιτήσουν αυξήσεις μισθών που απέτρεψαν μια κρίση κόστους ζωής και ούτε τα κράτη ούτε οι ιδιωτικές εταιρείες βασίστηκαν σε δωρεάν χρήμα για να λειτουργήσουν. Σήμερα, δεν υπάρχει βέλτιστο επιτόκιο που θα αποκαταστήσει την ισορροπία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς χρήματος το οποίο να μην πυροδοτεί ένα τεράστιο κύμα ιδιωτικής και δημόσιας χρεοκοπίας. Αυτή είναι το μακροπρόθεσμο τίμημα του δηλητηριασμένου χρήματος.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ αντιμετωπίζει το αδύνατο δίλημμα να περιορίσει τον εγχώριο πληθωρισμό και να εξαναγκάσει τις επιχειρήσεις της Αμερικής και πολλές φίλα προσκείμενες κυβερνήσεις σε μια κρίση φερεγγυότητας που θα απειλήσει τη σταθερότητα της ίδιας της Αμερικής. Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα στην ευρωζώνη, όπου οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αρνήθηκαν να κάνουν το προφανές όταν οι ευρωπαϊκές τράπεζες είχαν καταρρεύσει μετά το 2008: να δημιουργήσουν τις βάσεις για μια κανονική Ομοσπονδία – μια δημοσιονομική ένωση. Αντίθετα, άφησαν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να κάνει «ό,τι χρειάζεται» για να σώσει το ευρώ. Μόνο δηλητηριάζοντας τα δικά της χρήματα θα μπορούσε η ΕΚΤ να διατηρήσει το ευρώ. Σήμερα, η ΕΚΤ κατέχει τεράστιες ποσότητες ιταλικού, ισπανικού, γαλλικού, ακόμη και ελληνικού χρέους που δεν μπορεί πλέον να ισχυρισθεί ότι τις διατηρεί ως μέσο για την επίτευξη του στόχου της για τον πληθωρισμό, και τις οποίες, όμως, δεν μπορεί να αποκηρύξει χωρίς να θέσει υπό αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη του ευρώ.
Ενώ επεξεργαζόμαστε το άλυτο αίνιγμα που αντιμετωπίζουν η Ευρώπη και η Αμερική, είναι ίσως η κατάλληλη στιγμή για να αναλογιστούμε τον βαθύτερο λόγο για τον οποίο τα χρήματα μπορούν να δηλητηριαστούν (που δεν είναι το ίδιο με το να υποβαθμίζονται από τον πληθωρισμό). Μια καλή αρχή είναι να δανειστούμε την ιδέα του Άλμπερτ Αϊνστάιν ότι μπορούμε να κατανοήσουμε το φως μόνο αν δεχθούμε ότι έχει δύο διακριτές συμπεριφορές: αυτή των σωματιδίων και αυτή των κυμάτων.
Τα χρήματα, επίσης, έχουν δύο φύσεις. Η πρώτη τους φύση, αυτή ενός προϊόντος που εμπορευόμαστε με άλλα προϊόντα, δεν μπορεί ποτέ να εξηγήσει γιατί το χρήμα θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει αρνητική τιμή. Αλλά η δεύτερη φύση τους μπορεί:
Τα χρήματα, όπως και η γλώσσα, είναι επίσης μια αντανάκλαση των μεταξύ μας σχέσεων και της σχέσης με τις τεχνολογίες μας. Αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο μεταμορφώνουμε την ύλη και διαμορφώνουμε τον κόσμο γύρω μας. Ποσοτικοποιεί την «αλλοτριωμένη ικανότητά» μας να κάνουμε πράγματα μαζί, ως συλλογικότητα.
Μόλις αναγνωρίσουμε τη δεύτερη φύση του χρήματος, όλα γίνονται πολύ πιο λογικά.
Ο σοσιαλισμός για τους τραπεζίτες και η λιτότητα για την πλειοψηφία των υπολοίπων ανέτρεψαν τη δυναμική του καπιταλισμού, βυθίζοντάς τον σε μια κατάσταση επιχρυσωμένης στασιμότητας. Τα δηλητηριασμένα χρήματα έρρεαν αφειδώς, αλλά όχι σε σοβαρές επενδύσεις, καλές δουλειές ή σε κάτι ικανό να αναζωογονήσει τα χαμένα ζωώδη ένστικτα του καπιταλισμού. Και τώρα που το φάσμα του πληθωρισμού πλανάται από πάνω μας, καμία νομισματική πολιτική δεν μπορεί να εξαγνίσει το χρήμα, να αποκαταστήσει την ισορροπία ή να διοχετεύσει επενδύσεις εκεί που τις χρειάζεται η ανθρωπότητα.
*Το άρθρο αποτελεί απόδοση της μηνιαίας στήλης του Γιάνη Βαρουφάκη στο Project Syndicate με αρχικό τίτλο “How the West Poisoned Its Money”