Τα γεγονότα της κακοποίησης ανηλίκων σεξουαλικά, ή με οποιοδήποτε τρόπο, φανερώνουν πλέον μια ξεκάθαρη κοινωνική απειλή. Μπορεί οι ειδικοί να μας βεβαιώνουν ότι αυτή υπήρχε προ πολλών χρόνων, με τη διαφορά ότι σήμερα αναδεικνύεται από την εξέλιξη της επικοινωνίας και της κοινωνικής δικτύωσης, αλλά κανείς δεν αμφισβητεί ότι βρίσκεται σε έξαρση. Τα στοιχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης, που προειδοποιούν ότι ένα στα πέντε παιδιά κινδυνεύει να πέσει θύμα κάποιας μορφής κακοποίησης, είναι συντριπτικά. Για τη χώρα μας αυτό το ποσοστό εκτιμάται γύρω στο 16% , με το σοκαριστικό στοιχείο της ταυτότητας των δραστών, οι οποίοι είναι τις πιο πολλές φορές, άτομα του περιβάλλοντος του παιδιού ή ακόμη και μέλη της οικογένειάς του. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σχετική αύξηση δημοσιοποίησης τέτοιων εγκληματικών πράξεων από τα θύματα και κυρίως η όλο και πιο πολύ αυξανόμενη εξιχνίασή τους από τις Αστυνομικές Αρχές.
Το ζητούμενο για τη χώρα μας είναι να αποκτήσουμε πρώτα απ’ όλα ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης, δηλαδή έναν λεγόμενο οδικό χάρτη, που θα έχει κύριο στόχο τη μηδενική ανοχή στη σεξουαλική βία κατά των παιδιών. Πρωταρχικό μέλημα είναι η πρόληψη και η θωράκιση των ανηλίκων αλλά και των οικογενειών τους, από τη βία και την εκμετάλλευση, με ταυτόχρονη άμεση διερεύνηση και καταδίκη των ενόχων, υποστηρίζοντας με κάθε τρόπο τα θύματα. Πρέπει πρώτα απ’ όλα οι θεσμικές λειτουργίες του κράτους να γίνουν φιλικότερες προς το παιδί. Οι υπηρεσίες πρόληψης και καταστολής, απονομής δικαιοσύνης και φροντίδας των θυμάτων, πρέπει να συντονίζονται άμεσα και ταχύτατα γύρω από κάθε γεγονός, ώστε να μειώνονται σταδιακά οι πιθανότητες νέων και να διευκολύνεται η διαχείριση των καταγραφομένων