Φόροι «με το κιλό» (και δι’ ασήμαντον αφορμήν) προκαλούν αναστάτωση στην αγορά: από το πόσα πιάτα χρησιμοποίησε ή πόσο αλάτι ξόδεψε μια επιχείρηση η Εφορία υπολογίζει… τα κέρδη της για να επιβάλει φόρους!
Η νέα τακτική ανήκει στις λεγόμενες «έμμεσες τεχνικές ελέγχου», που εφαρμόζονται στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια – αλλά και διεθνώς, από δεκαετίες ήδη.
Με βάση αυτές, η Εφορία ερευνά και συμπεραίνει από άλλα είδη και στοιχεία τι πούλησε και πόσα κέρδισε τελικά μια επιχείρηση.
Ωστόσο, οι πρακτικές αυτές, αντί να εφαρμόζονται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις -όπως εξ αρχής σχεδιάστηκαν και προορίζονταν- διαπιστώνεται ότι πλέον εξελίσσονται σε βασικό εργαλείο ελέγχων και επιβολής φόρων και προστίμων, για εισοδήματα που δεν προκύπτουν από τις δηλώσεις, τα βιβλία, τις αποδείξεις και τα τιμολόγια.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι:
■ Σε φορολογικούς ελέγχους σε φούρνους, λαμβάνεται υπ’ όψιν η ποσότητα… του αλατιού το οποίο χρησιμοποιήθηκε, για να προσδιορίσουν, με αναγωγή, άλλο ύψος παραγωγής και πωλήσεων από αυτά που δηλώθηκαν.
■ Σε ελέγχους ζαχαροπλαστείων, προκειμένου να προσδιορίσουν την ποσότητα αλλά και το είδος των γλυκών που πουλήθηκαν, οι ελεγκτές αναζήτησαν όχι μόνο πόσα κουτιά χρησιμοποιήθηκαν από το απόθεμα της επιχείρησης, αλλά… και τι είδους βάσεις γλυκών χρησιμοποίησε, για να προσδιορίσουν το είδος και την ποσότητα των γλυκών που πουλήθηκαν.
■ Σε επιχειρήσεις καφέ και εστίασης, ελεγκτές (σε ρόλο… barista ή σεφ) μετρούσαν ζάχαρη και καφέδες, αλλά και πιάτα, κρέατα ή πατάτες, για να υπολογίσουν μερίδες και πωλήσεις.
Πότε και σε ποιους συμβαίνει
Σε έναν συνήθη φορολογικό έλεγχο ζητούνται τα βιβλία και τα φορολογικά στοιχεία της επιχείρησης. Οι νέες μέθοδοι προσδιορισμού καθαρών κερδών εφαρμόζονται σε πιο ειδικές περιπτώσεις, κατά κύριο λόγο σε ελεγχόμενους είτε με τη μορφή ατομικών επιχειρήσεων, είτε με τη μορφή προσωπικών εταιρειών.
Στην πράξη, όμως, οι έμμεσες τεχνικές ελέγχου γενικεύονται και φαίνεται να εξελίσσονται σε έμμεση επαναφορά του εξωλογιστικού προσδιορισμού, όπως συνέβαινε πριν από το 2014.
Οπως τονίζει η δικηγόρος επί φορολογικών θεμάτων Καλομοίρα Κωτσαλά, από τον νόμο «ως αιτίες διενέργειας φορολογικού ελέγχου με τις ανωτέρω έμμεσες τεχνικές ορίζονται οι ακόλουθες:
α) όταν τα λογιστικά αρχεία δεν τηρούνται ή οι οικονομικές καταστάσεις δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον νόμο για τα λογιστικά πρότυπα ή
β) όταν τα φορολογικά στοιχεία ή τα λοιπά προβλεπόμενα σχετικά δικαιολογητικά δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας ή
γ) όταν τα λογιστικά αρχεία ή φορολογικά στοιχεία δεν προσκομίζονται στη Φορολογική Διοίκηση μετά από σχετική πρόσκληση. Ωστόσο η αναφορά των ανωτέρω προϋποθέσεων στον νόμο είναι γενική και αφηρημένη, αφού δεν προσδιορίζονται ποιες παραβάσεις και σε ποια έκταση οδηγούν στην επιλογή των έμμεσων τεχνικών ελέγχου».
Συγκεκριμένα, δεν διευκρινίζεται ποια είναι τα «λογιστικά αρχεία» των οποίων η μη προσκόμιση είναι τόσο σοβαρή ώστε να οδηγεί στην ανάγκη χρήσης των έμμεσων τεχνικών ως μέθοδο διενέργειας ελέγχου.
Κι αυτό μάλιστα τη στιγμή που πλέον ο μεγαλύτερος όγκος των λογιστικών αρχείων των επιχειρήσεων διαβιβάζεται σχεδόν άμεσα στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων μέσω των ηλεκτρονικών τιμολογίων, της MyDATA και των συγκεντρωτικών καταστάσεων πελατών προμηθευτών.
Αφορμή και… έμμεσος έλεγχος
Παρόλο που οι αιτίες διενέργειας ελέγχου με τις ανωτέρω μεθόδους είναι περιοριστικά αριθμημένες στον νόμο, οι ελεγκτικές αρχές οδηγούνται σε ευρύτερη χρήση τους, επικαλούμενες (ευθέως ή εμμέσως) άλλες αιτίες και αφορμές: για παράδειγμα, την ύπαρξη ζημίας.
Οπως τονίζει η κυρία Κωτσαλά, «οι ελεγκτικές αρχές προβαίνουν σε διασταλτική ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης και επιλέγουν την υποκειμενική ελεγκτική μέθοδο αφειδώς, ακόμα και σε περίπτωση που υφίστανται μικρής βαρύτητας παραβάσεις που δεν επηρεάζουν επί της ουσίας και καθοριστικά το φορολογικό αποτέλεσμα».
Στους έμμεσους φορολογικούς ελέγχους αξιοποιούνται και στοιχεία κοστολόγησης που αποτελούν γνωστή πρακτική.
Προκύπτουν, όμως, και ιστορίες τρέλας που ξεφεύγουν από τις γνωστές φορολογικές πρακτικές, όπως στις επιχειρήσεις όπου χρησιμοποιήθηκε η ποσότητα του αλατιού και το μέγεθος των κουτιών για να προσδιοριστεί το είδος των γλυκών που πούλησαν με… εξωπραγματικά υψηλά περιθώρια κέρδους. Εμμεσες τεχνικές ελέγχου επιβάλλονται πλέον ακόμα και μετά τη διαπίστωση ότι δεν κόπηκε έστω και μία μόνο απόδειξη (μηδαμινής αξίας μάλιστα, κάτω των 10 ευρώ)! Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, ελεγκτές επικαλούνται τη μη προσκόμιση ισοζυγίου πελατών/προμηθευτών, παρότι οι συναλλαγές με πελάτες/προμηθευτές απεικονίζονται ηλεκτρονικά πια στις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών/προμηθευτών.
Φόροι… χωρίς βιβλία και στοιχεία!
Ετσι, μπορεί οι επιτόπιοι φορολογικοί έλεγχοι στα χρόνια της πανδημίας να ατόνησαν επί μήνες λόγω πανδημίας (αλλά και πρόσφατα λόγω μετακόμισης των ελεγκτικών υπηρεσιών από τις ΔΟΥ στα νεοσύστατα Κέντρα Βεβαίωσης και Είσπραξης Εσόδων (ΚΕΒΕΙΣ), όμως οι ελεγκτικές υπηρεσίες φαίνεται πως βρίσκουν τρόπους να ανακτήσουν… το χαμένο έδαφος και να βεβαιώσουν «μια κι έξω» φόρους για διπλάσια και τριπλάσια εισοδήματα από τα δηλωθέντα.
Οπως αποκαλύπτει το «business stories», αυτό δημιουργεί ανησυχίες για κατάχρηση -σε κάποιες περιπτώσεις τουλάχιστον- της εφαρμογής των έμμεσων τεχνικών. Ετσι φαίνεται πως συμβαίνει πάντως, όταν τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων προσδιορίζονται σε εξωπραγματικά ύψη που δεν αντέχουν στη λογική.
Για παράδειγμα, σε πρόσφατες περιπτώσεις ελέγχων με τη χρήση έμμεσων τεχνικών:
■ Σε ζαχαροπλαστείο προσδιορίστηκε από τον έλεγχο «καθαρό κέρδος» σε ποσοστό 50% του τζίρου του.
■ Σε σούπερ μάρκετ προσδιορίστηκε κέρδος σε ποσοστό 30% επί του τζίρου του!
Για τέτοιες επιχειρήσεις η συναλλακτική εμπειρία έχει δείξει ότι λειτουργούν με συντελεστή καθαρού κέρδους που κυμαίνεται συνήθως από 4% έως 10%, καθώς έχουν αυξημένα κόστη λειτουργίας, παραγωγής, πρώτων υλών, «φύρα», αλλά και έντονο ανταγωνισμό τιμών.
Λογιστές και δικηγόροι θεωρούν ότι εμμέσως επιστρέφει έτσι «από το παράθυρο» ο εξωλογιστικός προσδιορισμός του εισοδήματος που ίσχυε για δεκαετίες μέχρι το 2013.