Ένα από τα διασημότερα ελληνικά καφενεία που έπαιξε το ρόλο του ως κοινωνικός θεσμός, είχε συνδεθεί με τη ζωή του νεοέλληνα και ήταν κέντρο της κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής της Αθήνας, ήταν αναμφίβολα το καφενείο «Ζαχαράτου» στο Σύνταγμα.
Ιδρύθηκε το 1888, στο ισόγειο της οικίας Βούρου, γωνία των οδών Σταδίου και Βασιλέως Γεωργίου Α’, στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο “Athens Plaza”.
Στην πελατεία του περιλαμβάνονταν οι επιφανέστεροι των τεχνών, της λογοτεχνίας και της πολιτικής. Στους χώρους του διαμορφώνονταν καλλιτεχνικές παρέες, ανταλλάσσονταν ιδέες και προωθούνταν νέα ρεύματα στη λογοτεχνία και την τέχνη.
Θαμώνες του ήταν, μεταξύ άλλων, οι Παλαμάς, Ψυχάρης, Ξενόπουλος, Δροσίνης, Ροΐδης, Σουρής και ο Ζαν Μωρεάς. Το καφενείο του «Ζαχαράτου», ήταν επίσης τόπος καθημερινής συνάντησης για πολιτικές συζητήσεις, αλλά και πολιτικής αντιπαράθεσης και είχε χαρακτηρισθεί ως «το δεύτερον και πιο ελεύθερον Κοινοβούλιον ».
Η επιμήκης ισόγεια αίθουσα αποτελούσε το κυρίως καφενείο, ενώ το πατάρι λειτουργούσε ως σφαιριστήριο, με μπιλιάρδο. Μεταξύ των μόνιμων θαμώνων του μπιλιάρδου ήταν οι διάσημοι ζωγράφοι.
Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ένας δημοσιογράφος της εφημερίδας «ΣΚΡΙΠ» στο φύλλο της 28ης Νοεμβρίου 1895:
«Ολίγοι ίσως από τους θαμώνας του καφενείου Ζαχαράτου τους περικυκλούντας το μπιλιάρδο έχουν εννοήσει ότι ένας από τους παίζοντας τρεις τέσσαρες τώρα βραδιές συνεχώς είναι ο έξοχος ζωγράφος Ιακωβίδης, ο δοξάζων με τον Γκύζην το ελληνικόν όνομα εν Ευρώπη. Ο Ιακωβίδης παίζει αδιακόπως μετ’ άλλου θαυμασίου μπιλλιαρδιστού, του ζωγράφου κ. Χατζοπούλου. Ο Λύτρας εξαπλωμένος επί του βελουδίνου καναπέ παρακολουθεί λεπτομερώς τας καραμπόλας των δύο αγαπητών του μπιλλιαρδιστών».
Το καφενείο Ζαχαράτου
Ο Σπύρος Ζαχαράτος κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1880 αποφάσισε να επεκτείνει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες από την Ομόνοια, όπου διατηρούσε μεγάλο καφενείο (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 10ηςΙανουαρίου 1903), στην πλατεία Συντάγματος. Νοίκιασε λοιπόν το καφενείο Γιαννόπουλου και το διαρρύθμισε έτσι ώστε οι θαμώνες του να έχουν όλες τις ανέσεις.
Η επιμήκης ισόγεια αίθουσα αποτελούσε το κυρίως καφενείο, ενώ το πατάρι λειτουργούσε ως σφαιριστήριο. Ακόμα φρόντισε για την επίπλωσή του τοποθετώντας μαρμάρινα τραπεζάκια, καναπέδες, καθρέφτες στους τοίχους και άλλα έπιπλα που ομόρφαιναν το χώρο. Σύντομα το καφενείο έγινε πόλος έλξης των Αθηναίων όλων των κοινωνικών τάξεων. Τακτικοί θαμώνες του ήταν άνθρωποι των γραμμάτων (ο Παλαμάς, ο Ψυχάρης, ο Ξενόπουλος, ο Σουρής), στρατιωτικοί, πολιτικοί κ. ά.. Λόγω της έντονης πολιτικής παρουσίας και των πολιτικών συζητήσεων που καθημερινά γίνονταν εκεί είχε χαρακτηριστεί ως «το δεύτερον και πιο ελεύθερον κοινοβούλιο».
Στο σφαιριστήριό του σύχναζαν εκτός των άλλων και διάσημοι καλλιτέχνες. Έγραφε ένας δημοσιογράφος του ΣΚΡΙΠ στο φύλλο της 28ης Νοεμβρίου 1895: «Ολίγοι ίσως από τους θαμώνας του καφενείου Ζαχαράτου τους περικυκλούντας το μπιλιάρδο έχουν εννοήσει ότι ένας από τους παίζοντας τρεις τέσσαρες τώρα βραδιές συνεχώς είναι ο έξοχος ζωγράφος Ιακωβίδης, ο δοξάζων με τον Γκύζην το ελληνικόν όνομα εν Ευρώπη. Ο Ιακωβίδης παίζει αδιακόπως μετ’ άλλου θαυμασίου μπιλλιαρδιστού, του ζωγράφου κ. Χατζοπούλου. Ο Λύτρας εξαπλωμένος επί του βελουδίνου καναπέ παρακολουθεί λεπτομερώς τας καραμπόλας των δύο αγαπητών του μπιλλιαρδιστών».
Γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα ο Σπ. Ζαχαράτος άνοιξε δεύτερο κατάστημα στην πλατεία Συντάγματος και συγκεκριμένα στη συμβολή των οδών Γεωργίου Α΄ και Αγχέσμου (όπως λεγόταν τότε η οδός Βουκουρεστίου), στο ισόγειο της οικίας Βούρου. Το μέγαρο αυτό είχε κτιστεί από Γάλλο αρχιτέκτονα το 1880.
Η αρχοντική οικογένεια το 1899 αντιμετωπίζοντας οικονομικές δυσκολίες αποφάσισε να μετατρέψει τις αίθουσες υποδοχής του ισογείου σε καταστήματα για ενοικίαση. Ένα λοιπόν από αυτά το νοίκιασε ο Σπ. Ζαχαράτος και το έκανε ζυθοπωλείο (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 14ης Μαΐου 1901). Πουλούσε όμως και είδη ζαχαροπλαστικής (σπεσιαλιτέ του ήταν τα παγωτά, τα κοκ και η πάστα «Κοπεγχάγη») καθώς και καφέδες. Έτσι ο επιχειρηματίας κυριάρχησε στο Σύνταγμα. Το καλοκαίρι τα δυο καταστήματά του έβγαζαν τραπέζια στον «κήπο των Μουσών».
Έτσι λεγόταν τότε η δενδροφυτευμένη πλατεία Συντάγματος. Διαβάζουμε στον Τύπο της εποχής: « Τον περισσότερον κόσμον συναθροίζουν τα καθίσματα του καφενείου και της μπύρας του Ζαχαράτου με την υπαίθριον ορχήστραν της μπύρας. 650 καθίσματα βγάζει η μπύρα (= το ζυθοπωλείο), 400 το καφενείον, 70 το ζαχαροπλαστείον «Άι Λάιφ» (= το ζαχαροπλαστείο του Ζαβορίτη) και καμιά εκατοστή τα άλλα καφενεία εις τα δύο άλλα άκρα της πλατείας. [.]. Δέκα εν όλω γκαρσόνια περιφέρονται εις τα καθίσματα της μπύρας σερβίροντας, άλλα τόσα εις τα καθίσματα του καφενείου» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 12ης Ιουλίου 1900).
Από το 1906 άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα για τον επιχειρηματία. Τα μειωμένα έσοδα του καφενείου (για παράδειγμα, πουλούσε τον καφέ 20 λεπτά, ενώ άλλα καφενεία τον πουλούσαν 30 λεπτά), τα αυξημένα έξοδα για τη μισθοδοσία του πολυάριθμου προσωπικού, των γκαρσονιών και του πιανίστα (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 13ης Ιουνίου 1908), και κυρίως το υψηλό μίσθωμα (19.000 δραχμές) ανάγκασαν την επιχείρηση να προσανατολιστεί στη μετατροπή και του παλιού καφενείου σε ζυθοπωλείο (εφημερίδαΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 6ης Απριλίου 1906).
Τελικά εξακολούθησε να λειτουργεί ως καφενείο, αλλά καταργήθηκε το σφαιριστήριο. Έτσι «ηλαττώθησαν αι απαιτήσεις του ιδιοκτήτου εις 14.000 δρχ., αλλά το καφενείον είχεν ήδη γύρει εις αθεράπευτον παρακμήν».Το ζυθοπωλείο που λειτουργούσε απέναντι συγκέντρωνε εκλεκτή πελατεία, η οποία δαπανούσε αρκετά χρήματα. Αντίθετα σ’ αυτό συγκεντρώνονταν κατά το πλείστον ηλικιωμένοι που «δυσκόλως άφηναν την καρέκλα, την οποία κατελάμβαναν το πρωί, και οι οποίοι έκαμνον μεγάλην κατανάλωσιν μόνον εις το νερόν και την συζήτησιν» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 7ηςΙανουαρίου 1910).
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες το παλιό καφενείο έκλεισε την 8η Ιανουαρίου 1910. Σε χρονογράφημα της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ (φύλλο της 7ης Ιανουαρίου 1910) αναφερόταν: « Αύριον θα κλείση το καφενείον Ζαχαράτου εις την πλατείαν του Συντάγματος. Η μίσθωσίς του τελειώνει και οι κληρονόμοι του ιδρυτού του θεωρούντες ασύμφορον να την ανανεώσουν το εγκαταλείπουν, περιοριζόμενοι και περιορίζοντες την πελατείαν αυτών εις το απέναντι υπό την οικίαν Βούρου κατάστημά των. Η ιστορία οφείλει να απονείμη εις το καφενείον Ζαχαράτου την τιμήν ότι εισήγαγεν ένα πολιτισμόν εις τας Αθήνας, τον πολιτισμόν των καφενείων[.]».
Το καφενείο, μεταστεγασμένο στη γωνία των οδών Γεωργίου Α΄ και Αγχέσμου, λειτούργησε άλλα πενήντα τρία χρόνια εξακολουθώντας να αποτελεί χώρο συγκέντρωσης κυρίως ανθρώπων του πνεύματος, καλλιτεχνών, μεγαλοαστών, στρατιωτικών, πολιτικών κ. ά.. Στα χρόνια του εθνικού διχασμού (1915 – 1917) τα τραπεζάκια του στο πεζοδρόμιο αντιστοιχούσαν προς τις πτέρυγες της Βουλής.
Οι βενιζελικοί κατελάμβαναν αυτά που βρίσκονταν προς τη σημερινή «Μεγάλη Βρετανία», ενώ οι βασιλικοί τα τοποθετημένα προς την οδό Βουκουρεστίου. Τις παραμονές των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920, οι οποίες έκριναν εν πολλοίς την έκβαση της Μικρασιατικής εκστρατείας, στην αίθουσα του καφενείου έγιναν σφοδρές πολιτικές αντιπαραθέσεις (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 10ης Οκτωβρίου 1920). Οι θαμώνες του βίωσαν και συζήτησαν όλα τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα που συνέβησαν στη χώρα κατά τις δεκαετίες 1920 – 1950.
Τελικά το καφενείο Ζαχαράτου έκλεισε τη 19η Μαρτίου 1963. Δημοσιογράφος της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (φύλλο της 20ηςΜαρτίου 1963) περιέγραψε «τις τελευταίες στιγμές του»: « Δικαστικοί κλητήρες, συνοδευόμενοι υπό αστυνομικής δυνάμεως, προέβησαν χθες εις την έξωσιν του καφενείου από το ισόγειον τού υπό κατεδάφισιν κτιρίου της Πλατείας Συντάγματος, το δάπεδον του οποίου κατέφθειραν δύο γενεές επιφανών Αθηναίων.
Η εκτέλεσις της εξώσεως ήρχισε χθες την μεσημβρίαν. Ταυτοχρόνως εγένετο η εγκατάστασις της εταιρίας του κ. Όθωνος Λέφα – Τετενέ, η οποία (προφανώς μετά την δικαστικήν εκκαθάρισιν της πολυκρότου υποθέσεως περί την κληρονομίαν Βούρου) προτίθεται να ανεγείρη εκεί το διαφημιζόμενον μέγα υπερπολυτελές ξενοδοχείον της (= το Athens Plaza). Η ιδιοκτήτρια, τελευταία κληρονόμος της οικογενείας των Ζαχαράτων, η κ. Στεφανία χήρα Αγγέλου Ζαχαράτου, δεν παρίστατο κατά την έξωσιν [.].
Τα καθίσματα και τα τραπεζάκια επί των οποίων κατεστρώθησαν τα σχέδια τόσων και τόσων πολεμικών και πολιτικών επιχειρήσεων, πολλαί των οποίων επέρασαν εις την νεοελληνικήν ιστορίαν, ερρίφθησαν χωρίς επισημότητα εις το πεζοδρόμιον. Η ιστορία του «Ζαχαράτου» είναι η ιστορία των Αθηνών κατά τα τελευταία 80 έτη».
πηγή: kefaloniapress.gr