Eκατοντάδες φορολογούμενοι βρίσκονται στο στόχαστρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της ΑΑΔΕ για ξέπλυμα μαύρου χρήματος και μεγάλη φοροδιαφυγή. Είναι ενδεικτικό ότι η ΑΑΔΕ το 2022 δέχτηκε αιτήματα για τη διερεύνηση υποθέσεων που αφορούν 496 πρόσωπα τα οποία είναι ύποπτα για ξέπλυμα μαύρου χρήματος ενώ οι φορολογικές αρχές έστειλαν στην Αρχή 980 υποθέσεις φορολογούμενων που κατηγορούνται για μεγάλη φοροδιαφυγή.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΑΑΔΕ το διάστημα Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2022:
Το 2022 η Εφορία απέστειλε στην Αρχή 980 υποθέσεις για βεβαιωμένη φοροδιαφυγή και για χρέη προς το δημόσιο.
Από το σύνολο αυτών των υποθέσεων, οι 376 αφορούν βεβαιωμένη φοροδιαφυγή ιδιωτών ή νομικών προσώπων, που κατηγορούνται για βεβαιωμένη φοροδιαφυγή ύψους άνω των 50.000 ευρώ ή συνολικά 1,57 δις. ευρώ.
Άλλοι 604 φορολογούμενοι, με χρέη προς την Εφορία συνολικού ύψους 552,5 εκατ. ευρώ.
Η Υπηρεσία Ελέγχου Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων ολοκλήρωσε 176 έρευνες για απάτη στον τομέα του ΦΠΑ. Ταυτόχρονα βρίσκεται σε εξέλιξη ο έλεγχος για άλλες 175 νέες έρευνες.
Επίσης, το 2022 δόθηκαν εντολές για το άνοιγμα και τη διερεύνηση 253 υποθέσεων ενώ μέσα στο περασμένο έτος οριστικοποιήθηκε ο έλεγχος σε 288 υποθέσεις μαύρου χρήματος.Τα ποσά που βεβαιώθηκαν στις κλεισμένες υποθέσεις ανήλθαν σε 177,5 εκατ. ευρώ, ενώ εισπράχθηκαν 2,6 εκατ. ευρώ.
Ακόμα οι έρευνες αποκάλυψαν φυσικά και νομικά πρόσωπα που χαρακτηρίζονται, ως «εξαφανισμένοι έμποροι» με αποτέλεσμα οι αρχές να προχωρήσουν στην απενεργοποίηση 147 ΑΦΜ. Σημειώνεται ότι 2021 είχαν απενεργοποιηθεί 139 ΑΦΜ και το 2020 144 ΑΦΜ για απάτες στον ΦΠΑ.
Για το τρέχον έτος η ΑΑΔΕ έχει δρομολογήσει την έρευνα τουλάχιστον 900 υποθέσεων μεγάλης φοροδιαφυγής και απάτης στο ΦΠΑ.
Τι ορίζεται ως έγκλημα φοροδιαφυγής
Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση:
Προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή Ειδικού Φόρου Ακινήτων (ΕΦΑ) αποκρύπτει από τα όργανα της φορολογικής διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη.
Προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη φορολογική διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές.
Προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου πλοίων δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς στο Δημόσιο τον φόρο αυτόν.
Ο ρόλος της Αρχής
Όσον αφορά τον ρόλο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, αυτή μπορεί με βάση το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 4557/2018 να διαβιβάζει και να ανταλλάσσει πληροφορίες εμπιστευτικής φύσης με τις αρμόδιες εισαγγελικές ή άλλες αρχές με ερευνητικές ή ελεγκτικές αρμοδιότητες, καθώς και με τις εποπτικές αρχές του άρθρου 6 του ν. 4557/2018, εφόσον οι πληροφορίες αυτές κρίνονται αναγκαίες για το έργο τους και για την εκπλήρωση των νόμιμων καθηκόντων τους.
Στο πλαίσιο αυτό, η Αρχή διαβιβάζει πληροφορίες στις υπηρεσίες της ΑΑΔΕ για πρόσωπα για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες διάπραξης αδικημάτων που άπτονται των αρμοδιοτήτων τους, προκειμένου να εξεταστεί, να ελεγχθεί και να αποδειχθεί ή όχι η διάπραξή τους.
Κάθε έγγραφο παροχής πληροφοριών / υπόθεση της Αρχής ενδέχεται να περιλαμβάνει πληροφορίες για περισσότερα του ενός εμπλεκόμενα πρόσωπα, εφόσον αυτά σχετίζονται με την ίδια υπόθεση.