Όσο κι αν είναι συνηθισμένοι οι καλοκαιρινοί καύσωνες, η ταλαιπωρία που προκαλούν είναι δυσβάστακτη, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για φαινόμενα με διάρκεια, όπως ο καύσωνας Κλέων, τον οποίον διανύει η χώρα. Ωστόσο το 2023, ο κρατικός μηχανισμός είναι έτοιμος, έχοντας μάθει και από το παρελθόν. Ένα παρελθόν βαρύ για την Ελλάδα, αν αναλογιστεί κανείς τον φονικό καύσωνα του 1987, με τους εκατοντάδες νεκρούς.
Το 2023 ευτυχώς δεν είναι 1987. Η τεχνολογία έχει κάνει άλματα, γεγονός που επιτρέπει καλύτερη και περισσότερη ενημέρωση, αλλά και προετοιμασία. Το 1987 η Ελλάδα είχε θρηνήσει περισσότερους από 1.300 ανθρώπους, εξαιτίας ενός σαρωτικού καύσωνα, ο οποίος υπήρξε ο πιο φονικός στην ιστορία της χώρας, λόγω της εξαιρετικά μεγάλης χρονικής διάρκειας. Βέβαια τότε τα κλιματιστικά ήταν είδος πολυτελείας, ειδικά στα αυτοκίνητα. Ο καύσωνας Κλέων θα έχει και αυτός διάρκεια, μέχρι την άλλη εβδομάδα.
Οι νεκροί
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία ο αριθμός των νεκρών ήταν 1.300, εκ των οποίων οι 1.115 στην Αττική. Ωστόσο ανεπίσημες πηγές έκαναν λόγο για περισσότερους από 1.500 νεκρούς. Υπάρχουν μάλιστα αναφορές που ανεβάζουν τους νεκρούς ακόμη και στους 4.000. Συγκεκριμένα, ο μαθηματικός και μετεωρολόγος Δημήτρης Ζιακόπουλος, στο βιβλίο του “Καιρός: Ο Γιος της Γης και του Ήλιου”, τόμος ΙΙ “Η πρόγνωση”, έγραφε: “Τον Ιούλιο του 1987, ο φονικότερος στην ιστορία της χώρας καύσωνας σκότωσε περίπου 4.000 ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ηλικιωμένοι και έμεναν στα δυτικά προάστια της Αθήνας”.
Οι φονικές θερμές αέριες μάζες από την Αφρική, τότε, έπληξαν τη χώρα από τις 20 έως τις 28 Ιουλίου 1987. Ο υδράργυρος άρχισε να ανεβαίνει επικίνδυνα στις 22 Ιουλίου και η θερμοκρασία έφτασε τους 44 βαθμούς. Η κατάσταση στην Αθήνα ήταν αφόρητη λόγω και του νέφους, ενώ η άσφαλτος και τα τσιμεντένια κτίρια συγκρατούσαν ακόμη μεγαλύτερη θερμότητα, με αποτέλεσμα να μην δροσίζει ούτε το απόγευμα αλλά ούτε και στη διάρκεια της νύχτας. Είναι ενδεικτικό ότι επί μέρες το θερμόμετρο δεν έδειχνε κάτω από 30 βαθμούς ούτε τις νυχτερινές ώρες.
Στις 29 Ιουλίου 1987 οι New York Times έγραφαν: “Οι νεκροθάφτες έχουν εντολή να εργάζονται ακόμη και νύχτα με υπερωρίες. Τα νοσοκομεία έχουν ζητήσει πάγο από τις ψαραγορές για να ψύξουν τα πτώματα. Το καλοκαίρι της Αθήνας συνδέθηκε με τη φρίκη και το μακάβριο. Από τότε που κύμα ζέστης έπληξε πριν από δέκα ημέρες την πόλη, που περίμενε ένα ζεστό καλοκαίρι, αλλά όχι τόσο ζεστό, η κυβέρνηση εξέδωσε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία τουλάχιστον 700 άνθρωποι -και δημοσιογραφικές πληροφορίες λένε πως είναι τουλάχιστον 1.000- έχουν πεθάνει. Ενώ ήταν περίοδος χαλάρωσης έχει γίνει στιγμή φρίκης και αμφισβήτησης της ικανότητας της Πολιτείας να διαχειριστεί ακραία φαινόμενα”.
Η κατάσταση σήμερα
Από τότε μέχρι σήμερα, ευτυχώς τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν είναι μόνον η τεχνολογία που επέτρεψε να υπάρχει σχεδόν παντού κλιματισμός. Είναι η ευαισθητοποίηση πολιτών και πολιτείας, Σήμερα έχουν ληφθεί μέτρα προστασίας και για τους εργαζόμενους σε δημόσιο και σε ιδιωτικό τομέα, όπως και για τις ευπαθείς ομάδες. Ακόμα και άδεια από την εργασία προβλέπεται σήμερα λόγω καύσωνα, ενώ πλέον υπάρχουν οι κλιματιζόμενες αίθουσες των Δήμων, για την φιλοξενία πιο ευπαθών ομάδων. Επιπλέον, με δεδομένη την εμπειρία από την πανδημία, σήμερα προβλέπεται και τηλεργασία.
Οι διακοπές ρεύματος
Τότε όμως, το 1987, η κατάσταση ήταν απελπιστική. Δεν ήταν μόνον οι αέριες μάζες που είχαν κάνει την χώρα καμίνι. Ήταν και οι διακοπές νερού και ρεύματος, (χρόνια τώρα πάνε συχνά μαζί αυτές , όταν λόγω διακοπής του ρεύματος δεν λειτουργούν τα αντλιοστάσια, οπότε μεγάλες περιοχές μένουν χωρίς νερό) οι οποίες δυσχέραιναν ακόμα περισσότερο την κατάσταση.
Το 1987 ακόμα και στα νοσοκομεία, πολλοί χώροι ήταν χωρίς κλιματισμό. Αλλά εκεί κατέφευγαν ηλικιωμένοι με θερμοπληξία. Οι πιο αδύναμοι οργανισμοί προδόθηκαν. Πρώτα έφυγαν από την ζωή άνθρωποι που αντιμετώπιζαν προβλήματα υγείας. Τις επόμενες ημέρες όμως η κατάσταση έγινε εφιαλτική. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής, οι νεκροθάλαμοι των νοσοκομείων ήταν τόσο γεμάτοι που δεν υπήρχε χώρος για τους νεκρούς. Έτσι, τα στρατιωτικά νοσοκομεία διέθεσαν τους δικούς τους νεκροθαλάμους, αλλά ούτε και αυτοί ήταν αρκετοί. Γραφεία τελετών και υπάλληλοι νεκροταφείων δεν προλάβαιναν να θάβουν τους νεκρούς, με αποτέλεσμα να μένουν οι άνθρωποι άταφοι ακόμα και για 24 ώρες. Λέγεται ακόμη ότι οι νεκροί τοποθετούνταν στα ψυγεία μέσα σε βαγόνια τρένων του ΟΣΕ.
Η περιγραφή του μετεωρολόγου Ζιακόπουλου
Ο γνωστός μετεωρολόγος Δημήτρης Ζιακόπουλος έχει γράψει στο blog του σχετικά με τον φονικό καύσωνα: «Νέος τότε μετεωρολόγος στην ΕΜΥ θυμάμαι την εντύπωση που μου είχαν κάνει οι υψηλές ελάχιστες θερμοκρασίες που κυμαίνονταν από 29 έως 32 βαθμούς (μέση τιμή 31 βαθμοί). Για πόσο διάστημα μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος που ανήκει στις ευπαθείς ομάδες, όταν επί οκτώ ημέρες οι ελάχιστες θερμοκρασίες ήταν αυτές που αναφέρθηκαν και οι μέγιστες θερμοκρασίες ήταν σταθερά πάνω από τους 40 βαθμούς (μέση τιμή 43 βαθμοί);
Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι οι ελάχιστες θερμοκρασίες ήταν θερμοκρασίες κλωβού και όχι των διαμερισμάτων που επί οκτώ μερόνυχτα ήταν συνεχώς “πυρακτωμένα”. Ο μεγάλης διάρκειας καύσωνας του 1987 βρήκε την Αθήνα ανοχύρωτη. Κλιματιστικά δεν υπήρχαν ούτε στους θαλάμους των νοσοκομείων. Οι ανεμιστήρες, που σε αρκετά διαμερίσματα έλειπαν και αυτοί, βοηθούσαν κάπως την κατάσταση, αλλά δεν έλυναν το πρόβλημα. Πέρα από αυτό, ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό του πληθυσμού αγνοούσε τα βασικά μέτρα προφύλαξης από τις υψηλές θερμοκρασίες. Από εκείνες τις εφιαλτικές μέρες θυμάμαι την απόγνωση που είχε καταλάβει μεγάλο μέρος του κόσμου. Κάθε μέρα οι άνθρωποι περίμεναν να ακούσουν καλά νέα από τις προγνώσεις μας, αλλά αυτά πήγαιναν όλο και πιο πίσω. Τότε κατάλαβα το πόσο άχαρα μπορεί να νιώσει ένας παρουσιαστής δελτίου καιρού που σε τέτοιες δραματικές καταστάσεις δεν έχει να πει κάτι αισιόδοξο.
Στις νυχτερινές ειδήσεις της τελευταίας μέρας του καύσωνα (27η Ιουλίου), όταν πια η αλλαγή του καιρού είχε ανακοινωθεί αλλά η πόλη εξακολουθούσε να βράζει, με ρώτησε ο έγκριτος δημοσιογράφος της ΕΡΤ Κώστας Χούντας: “Πότε θα έλθει ο βοριάς κ. Ζιακόπουλε;” Ήταν η ερώτηση που ήθελαν να κάνουν εκατομμύρια άνθρωποι, για τους οποίους και οι ώρες είχαν μεγάλη σημασία. Όμως, η ακριβής πρόβλεψη της αλλαγής των ανέμων δεν είναι εύκολη δουλειά για τους μετεωρολόγους, ακόμα και σήμερα. Σκέφτηκα, λοιπόν, για μια στιγμή να αρχίσω να λέω ότι για τη μετεωρολογία είναι δύσκολες οι προγνώσεις με ακρίβεια ώρας κ.λπ., αλλά προτίμησα να πω απλά: “Στη διάρκεια της νύχτας”. Τελικά οι βοριάδες ήλθαν στην Αττική γύρω στις 2 η ώρα και το πρωί της 28ης Ιουλίου πήραμε όλοι ανάσα».