Του Αχιλλέα Ροδίτη (Αχαϊκή Πολιτεία)
Ξενοδοχεία, εστιατόρια και καφετέριες πάσχουν από έναν ακόμα «βαρύ πονοκέφαλο» πέρα των οικονομικών συνεπειών της ακρίβειας και των απωλειών της διετούς πανδημικής κρίσης. Είναι η λειψανδρία εργαζομένων που δυσκολεύει σε πρωτοφανή βαθμό τους επιχειρηματίες του κλάδου αναψυχής και φιλοξενίας. Οι έλλειψη εργαζομένων και δη έμπειρων με γνώση επί του αντικειμένου, είναι εμφανής σε πολλά καταστήματα του χώρου, κυριότερα στα ξενοδοχειακά συγκροτήματα της περιοχής. Και οι ιδιοκτήτες τους μιλούν στην «Πολιτεία» για το πρόβλημα, τα αίτια και το πόσο αυτό μπορεί να απειλήσει ακόμα και σε βάθος χρόνου την επιχειρηματική δραστηριότητα.
ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ 3ΜΗΝΟ ΣΕ ΝΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑΜΕΙΟ…
ΣΠ. ΣΤΕΡΓΙΟΥ: «ΔΕΝ ΦΤΑΝΟΥΝ ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ»
Ο πρώην πρόεδρος του Σ.Κ.Ε.ΑΝ.Α. και ιδιοκτήτης εστιατορίου, Σπύρος Στεργίου, απαντά ότι πέραν του δεδομένου μειωμένου ενδιαφέροντος εργαζομένων, πρόσθετος λόγος είναι και το ότι αυξήθηκαν τα καταστήματα, με αποτέλεσμα οι λιγοστοί διαθέσιμοι υπάλληλοι να μην επαρκούν για να καλύψουν όλη τη ζήτηση. «Έχουμε περίπου 17% αύξηση επιχειρήσεων και είναι λογικό να μη φτάνουν οι έμπειροι εργαζόμενοι για όλα τα πόστα», σημειώνει. Διευκρινίζει επίσης ότι επειδή οι απαιτήσεις ικανοτήτων αυξήθηκαν από τις επιχειρήσεις, στο πλαίσιο βελτίωσης των υπηρεσιών τους στον πελάτη, η αναζήτηση έγινε πιο στοχευμένη σε εξειδικευμένο προσωπικό το οποίο όμως είναι δυσεύρετο.
«Έτσι έχουμε λιγότερους εργαζόμενους με γνώση, αναλογικά με τις επιχειρήσεις, αλλά και παράλληλο μειωμένο ενδιαφέρον από νέους να εργαστούν σε μόνιμη και σταθερή βάση μαθαίνοντας στην πράξη τη δουλειά», τονίζει ο κ. Στεργίου. Αναφερόμενος μάλιστα και σε παιδιά μεταναστών, στη δεύτερη ή τρίτη γενιά, που δεν ακολουθεί το δρόμο της εργασίας στην εστίαση αλλά την οδό των σπουδών για ένα διαφορετικό μέλλον.
«Και φυσικά είναι πολύς ο κόσμος εκείνος που προτιμά να εργαστεί δυο-τρεις μήνες το καλοκαίρι, ειδικά σε κάποιο νησί, μπαίνοντας το χειμώνα στο ταμείο ανεργίας και εισπράττοντας ένα 400αρι ευρώ και διαμένοντας με τους γονείς για να τα βγάζει πέρα», τονίζει επιπρόσθετα ο πρώην πρόεδρος του Σ.Κ.Ε.ΑΝ. Αχαΐας.
Φαίνεται μάλιστα ότι η λειψανδρία ανθρώπων που να ξέρουν τη δουλειά ή να θέλουν να την μάθουν εξελίσσεται στη μεγάλη «γάγγραινα» για τον κλάδο της εστίασης. Ο κ. Φάκαλος επικαλέστηκε επίσημα στοιχεία πρόσφατης πανελλαδικής έρευνας του ΙΟΒΕ και της ΓΣΕΒΕΕ, που έδειξε ότι από τα επισιτιστικά επαγγέλματα (και στον τομέα του τουρισμού) στην Ελλάδα, λείπουν 50.000 εργαζόμενοι!
Κατ’ αναλογία η έλλειψη έμπειρων υπαλλήλων ταλανίζει και τα καταστήματα της Πάτρας, με τους επιχειρηματίες να αναγκάζονται να κάνουν οι ίδιοι τα «μεροκάματα» σερβιτόρων ακόμα και μαγείρων αλλά αυτό να οδηγεί σε βάθος χρόνου στην εξουθένωση τους, με ό,τι επίπτωση συνεπάγεται αυτό για κάθε επιχείρηση.
ΤΑ ΑΙΤΙΑ
Κατά τον ΣΚΕΑΝΑ και τον ταμία του κ. Φάκαλο, το πρόβλημα έχει πολλές αιτίες
Η πρώτη, είναι ότι η έλλειψη προσωπικού ιδίως στο χώρο των υγειονομικών καταστημάτων αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο που εντάθηκε στην πανδημία και αφορά στην αναδιάρθρωση της αγοράς και την αλλαγή επαγγελματικού προσανατολισμού για μεγάλο μέρος των εργαζομένων.
Η δεύτερη, ότι φέτος αυξήθηκε ο τουρισμός στην Ελλάδα με αποτέλεσμα να υπάρξει ακόμα μεγαλύτερη ζήτηση στα νησιά. «Πάντα, τα καλοκαίρια, αυξανόταν η ζήτηση σε εργαζόμενους κατά 35% και φέτος, που έχουμε παραπάνω τουρισμό, ίσως το ποσοστό να είναι κατά πολύ μεγαλύτερο. Έτσι, όσοι έμπειροι της δουλειάς έχουν παραμείνει στον κλάδο, έφυγαν απ’ τις πόλεις, άρα και την Πάτρα, αναζητώντας εργασία στους τουριστικούς προορισμούς. Με αποτέλεσμα ο αστικός ιστός να ξεμείνει από προσωπικό με γνώση του αντικειμένου».
«Δεν είναι όμως μόνο αυτά τα αίτια», προσθέτει ο κ. Φάκαλος. Εξηγώντας ότι: «Είναι και ότι έχει αλλάξει πολύ η κουλτούρα των νέων ως προς την εργασία, διότι δεν ισχύει ό,τι πριν δεκαετίες όταν οι νέοι εξασκούσαν για μήνες το επάγγελμα».
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ
Πέραν όλων των παραπάνω, υπάρχει και κάτι που αγγίζει την ουσία των πολιτικών επιλογών σε κεντρικό επίπεδο. Διότι, όπως λέει ο Ταμίας του ΣΚΕΑΝΑ «η πολιτική των επιδομάτων κρατά κόσμο στην αεργία ή την ημιαεργία». Υπογραμμίζοντας ότι όταν κάποιος πηγαίνει για καλοκαιρινή σαιζόν και το χειμώνα μπαίνει στο ταμείο ανεργίας υπό άλλους όρους και με άλλες αμοιβές απ’ ό,τι κάθε άλλος άνεργος, τότε αυτονόητο είναι πως πρακτικά «αυτή η τακτική δημιουργεί κόσμο που δεν μπαίνει στη διαδικασία να πάει για δουλειά».
Βέβαια θυμίζουμε ότι στο προηγούμενο φύλλο η «Πολιτεία» έφερε στην επιφάνεια ένα ακόμη αίτιο. Ίσως το πρωταρχικό. Την μετανάστευση πολλών σερβιτόρων, μαγείρων και μπαρίστα. «Γέμισαν τη Γερμανία και την Ολλανδία» μας είχε πει χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ Γιώργος Δημητριάδης. Κάνοντας λόγο για ποσοστό κύμα μετα-πανδημικών μεταναστών σε ποσοστό άνω του 37%.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
Ο Μάκης Γιαννίτσος, διατηρεί δύο παραλιακά μαγαζιά στα Σελιανίτικα επί δεκαπέντε χρόνια. Επικοινώνησε με την «Πολιτεία», με αφορμή προηγούμενο σχετικό ρεπορτάζ για να κάνει το εξής σχόλιο: «Η κατάσταση είναι… έτσι και χειρότερα! Για μένα, είναι η πρώτη φορά που αντιμετωπίζω τέτοιο πρόβλημα. Δε μπορώ να βρω εργαζόμενους που να έχουν εμπειρία. Αναγκάζομαι, εγώ κι η γυναίκα μου, να δουλεύουμε απ’ το πρωί ως το βράδυ, για να… βγει η δουλειά. Όμως αυτό έχει συνέπειες στο αποτέλεσμα, άρα και στο τζίρο των μαγαζιών. Δεν υπάρχει κόσμος να δουλέψουμε».
ΚΑΙ… ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Η ΕΣΤΙΑΣΗ
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΣΕΕ
Γ. Καρανίκας: «Πρόβλημα που πρέπει να απασχολήσει κεντρικά»
Να ‘ταν μόνο η εστίαση που δεν έχει εργαζόμενους; Το πρόβλημα δείχνει να απλώνεται παντού και να ακουμπά κι άλλους τομείς της αγοράς εργασίας. Προ ημερών η «Πολιτεία» αποκάλυψε την έλλειψη Εργατών Γης. Δηλαδή, μετανάστες που μετανάστευσαν. Με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η μεταφορά του συνόλου παραγωγής από τα χωράφια και οι καλλιεργητές να πετούν μέρος της σοδειάς που μένει αμάζευτη και αδιάθετη.
Επιπρόσθετα, η εφημερίδα κατέγραψε την εξομολόγηση ενός σπάνιου τεχνίτη. Του Βαγγέλη Κατσαμπάρη από την Εύβοια και «ερωτικού» μετανάστη στην Πάτρα, ο οποίος διαθέτει ναυπηγείο ιδιωτικών σκαφών στην Αιγιάλεια. Τι μας είπε; «Ψάχνω απεγνωσμένα άτομα να τους μάθω την τέχνη, γιατί είμαι κοντά στη σύνταξη, αλλά δεν βρίσκω κανέναν. Του χρόνου θα κλείσω το ναυπηγείο και θα είναι κρίμα να μην υπάρχει συνεχιστής…».
Και μάλιστα ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Γιώργος Καρανίκας μίλησε στην «Πολιτεία» επισημαίνοντας ότι: «πρόκειται για ένα τεράστιο πρόβλημα που αναλύουμε κι εμείς στην παρούσα φάση και σίγουρα θα απασχολήσει, και πρέπει να απασχολήσει, σε κεντρικό επίπεδο». Γνωστοποιεί ότι δέχεται «καταιγισμό» τηλεφωνημάτων απ’ όλους τους Εμπορικούς Συλλόγους της χώρας ή από Σωματεία επαγγελματιών που σχετίζονται με τουρισμό και εστίαση, αλλά ακόμα και επαγγέλματα εκτός των προαναφερόμενων κατηγοριών, που ζητούν λύση στο πρόβλημα εξεύρεσης εργαζομένων.
Το αίτιο, κατά τον κ. Καρανίκα, είναι «ένα μείγμα όλων των παραμέτρων». Δηλαδή οι μεταναστεύσεις, οι νέοι που προτιμούν άλλες εργασιακές οδούς κ.λπ. Αλλά το κυριότερο, όπως αναφέρει, «είναι ότι οι μισθοί παραμένουν σε επίπεδα που δεν επιτρέπουν την επιβίωση και είναι στα ίδια περίπου επίπεδα με τα επιδόματα ανεργίας». Έτσι, επαναφέρει παλαιότερη πρόταση της ΕΣΕΕ για την επιδότηση της απασχόλησης, αντί της ανεργίας, ενώ καλεί και την πλευρά εργοδοτών να συμβάλλει σε αυτό. Έστω κι αν μεσοπρόθεσμα κοστίζει, αφού μακροπρόθεσμα μια τέτοια αλλαγή θα «ανθίσει» τον κύκλο αγοράς.
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕ ΤΟ 37% ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
Από μια διαφορετική οπτική γωνία «βλέπει» τα πράγματα όμως η ΓΣΕΕ. Ο πρόεδρος των Ελλήνων Ανέργων Πτυχιούχων και Μέλος του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, Γιώργος Δημητριάδης, κάνει λόγο για ένα ποσοστό της τάξης του 37% των Ελλήνων εργαζομένων στην Εστίαση που την περίοδο της πανδημίας μετανάστευσε στο εξωτερικό. Και ως βασικές αιτίες προβάλλει: πρώτον, την κακή εκμετάλλευση τους από ελληνικές επιχειρήσεις και την απώλεια εισοδημάτων στην πανδημία από την πολιτεία.
«Οι εργαζόμενοι σε ξενοδοχεία και εστιατόρια, στα νησιά κυριότερα, υπέστησαν πολλές φορές την… “ξεπέτα” και την κακή συμπεριφορά και εργασιακή σχέση και ως εκ τούτου, αρκετοί άλλαξαν τελείως τον επαγγελματικό προσανατολισμό τους, ενώ οι περισσότεροι στράφηκαν προς την φυγή στο εξωτερικό», τονίζει.
Επισημαίνοντας ότι ειδικά όλοι όσοι παρέμειναν στο επάγγελμα αλλά βίωσαν την εγκατάλειψη τους από την πολιτεία στην περίοδο της πανδημίας και διαπίστωσαν πως παραμένει «σαθρό» το εργασιακό έδαφος, επεδίωξαν να βρουν πιο σταθερή λύση. «Για αυτό και πλήθος εργαζομένων ξενοδοχείων και εστίασης κυριολεκτικά γέμισαν τη Γερμανία και Ολλανδία καλύπτοντας όλο τον όγκο της ζήτησης που υπήρχε…», καταλήγει.