Είναι αποκλειστική υπαιτιότητα των ανέργων η αδυναμία κάλυψης των κενών θέσεων εργασίας στην Ελλάδα; Και είναι πάντα αρνητικό το φαινόμενο της ύπαρξης χιλιάδων κενών θέσεων, σε μια οικονομία που αναπτύσσεται;
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, στο… παρά κάτι της έναρξης μιας ακόμη φιλόδοξης τουριστικής περιόδου, η εξεύρεση εργαζόμενων ώστε να καλυφθούν οι χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας, σε συνδυασμό με την ύπαρξη ενός ποσοστού ανεργίας που ανέρχεται, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, στο 8,6%, εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική πρόκληση για το σύνολο της οικονομίας. Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), ο αριθμός των κενών θέσεων εργασίας κατά το δ΄ τρίμηνο του 2024 παρουσιάζει μείωση κατά 31,0% σε σύγκριση με το δ΄ τρίμηνο του 2023 (28.365 και 41.120 κενές θέσεις αντίστοιχα) στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, με εξαίρεση τον πρωτογενή τομέα και τις δραστηριότητες των νοικοκυριών. Η αντίστοιχη αύξηση το 2023 σε σχέση με το 2022, ήταν της τάξης του 96,5%.
Οπως εξηγεί μιλώντας στην «Κ» ο γενικός διευθυντής Εργασιακών Σχέσεων, Υγείας Ασφάλειας και Ενταξης στην Εργασία και διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου Κωνσταντίνος Αγραπιδάς, «είναι πολύ σημαντικό ότι η ελληνική οικονομία και η επιχειρηματικότητα δημιουργούν νέες ανοιχτές θέσεις εργασίας για άμεση κάλυψη σε όλο το φάσμα των εξειδικεύσεων και δεξιοτήτων για τις οποίες ο εργοδότης κάνει δραστήριες ενέργειες για τον κατάλληλο εργαζόμενο». Σύμφωνα με τον κ. Αγραπιδά, η δυναμική αύξηση των κενών θέσεων εργασίας αποτελεί προπορευόμενο δείκτη πρόβλεψης για τις τάσεις που θα επικρατήσουν στην αγορά εργασίας και την ανεργία. «Σύμφωνα με τις οικονομικές εξελίξεις που συμβαδίζουν με τον οικονομικό κύκλο, οι κενές θέσεις εργασίας και η ανεργία έχουν την τάση να κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις», εξηγεί ο έμπειρος τεχνοκράτης και συμπληρώνει πως «η οικονομική ανάκαμψη συνοδεύεται από αύξηση των κενών θέσεων εργασίας και μείωση του ποσοστού ανεργίας».
Είναι γεγονός ότι καθώς η ανεργία μειώνεται διαρκώς σε ποσοστά κάτω από 9%, δημιουργείται περαιτέρω στενότητα στην αγορά εργασίας για την εξεύρεση των κατάλληλων εργαζομένων με τις κατάλληλες δεξιότητες.
Και όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ως προς τις βασικές αιτίες του φαινομένου, και συγκεκριμένα:
• Τις δημογραφικές μεταβολές, καθώς η χώρα μας έχει έναν από τους πιο γερασμένους πληθυσμούς στην Ε.Ε. και το γεγονός ότι οι νέες γενιές είναι αριθμητικά μικρότερες από τις μεγαλύτερες λόγω της μείωσης των γεννήσεων.
• Τη μετανάστευση νέων στο εξωτερικό (brain drain).
• Την αναντιστοιχία δεξιοτήτων (skills mismatch).
• Τη χαμηλή ελκυστικότητα συγκεκριμένων επαγγελμάτων όπως είναι πλέον ο τουρισμός, η εστίαση, η γεωργία και η φροντίδα ηλικιωμένων καθώς και οι χαμηλές αμοιβές και οι δύσκολες συνθήκες εργασίας που συνήθως συνοδεύουν τέτοια επαγγέλματα και τα καθιστούν μη ελκυστικά.
Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι οι κενές θέσεις εργασίας αυξήθηκαν τα χρόνια μετά την πανδημία, ενώ η δυναμική διατηρήθηκε το 2024 (2,2%, έναντι 1,6% το 2023), περιορίζοντας την απόσταση από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-27 (2,4% το 2024, έναντι 2,8% το 2023).
Ειδικότερα, ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, τα υψηλότερα ποσοστά στενότητας σημείωσαν τα καταλύματα και η εστίαση (ποσοστό κενών θέσεων εργασίας 8%), οι κατασκευές (3,0%), η μεταποίηση (1,8%) και οι επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες (4,0%). Στον αντίποδα, οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες κατέγραψαν τα χαμηλότερα ποσοστά κενών θέσεων εργασίας, ενώ οι κλάδοι της πληροφορικής και των επικοινωνιών παρουσίασαν πτώση του ποσοστού κενών θέσεων εργασίας σε σχέση με το 2023.
Σύμφωνα με τον κ. Αγραπιδά, στο μέτρο που η ελληνική οικονομία δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας και η εγγεγραμμένη ανεργία κινείται σε υψηλά επίπεδα σύμφωνα με τη Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΠΑ), με υψηλό ποσοστό υποψηφίων εργαζομένων σε αδράνεια, θα μπορούσε να επιταχυνθεί περαιτέρω η μείωση του ποσοστού ανεργίας. Οπως εξηγεί ο γενικός διευθυντής του υπουργείου Εργασίας, πολλοί κλάδοι της οικονομίας αναζητούν εργαζομένους, όπως είναι ο τουριστικός τομέας, ο κατασκευαστικός τομέας λόγω της εκτέλεσης μεγάλων κατασκευαστικών έργων, καθώς και ο πρωτογενής τομέας που παρουσιάζει σημαντικότατες ελλείψεις για εποχικούς εργαζομένους. Οι ελλείψεις παρατηρούνται σε όλο το φάσμα των δεξιοτήτων, από την ανειδίκευτη εργασία κυρίως στον πρωτογενή τομέα, έως και την έλλειψη για τεχνικές ειδικότητες στη βιομηχανία και τη μεταποίηση. Σημαντικές είναι οι ελλείψεις και στην υψηλή εξειδίκευση και στα ταλέντα στην ελληνική αγορά εργασίας, καθότι η αγορά των ταλέντων είναι άκρως ανταγωνιστική και πόλεις όπως το Λονδίνο, το Αμστερνταμ, το Μόναχο λειτουργούν ως μαγνήτες ταλέντων, καθότι έχουν δημιουργήσει ένα οικοσύστημα επιχειρήσεων με προοπτικές ανέλιξης και σταδιοδρομίας, σε συνδυασμό με τις ποιοτικές συνθήκες εργασίας, την ποιότητα ζωής, αλλά και την ταχύτατη ενσωμάτωση της τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης.
Η ψηφιακή μετάβαση θα δημιουργήσει νέες θέσεις
Η στενότητα της αγοράς εργασίας, με βάση τα στοιχεία από το Eurofound-Cedefop European Company Survey για το μέλλον της εργασίας έως το 2035 (CEDEFOP – «Skills in transition: The way to 2035») δείχνει ότι η επικέντρωση για την έλλειψη των κατάλληλων δεξιοτήτων και εργαζομένων, στη μάχη για την προσέλκυση εργαζομένων στην Ε.Ε., αποκλειστικά στην προσφορά εργασίας δεν είναι και η πλέον ενδεδειγμένη.
Αναλυτικά, τα στοιχεία δείχνουν ότι μόνο το 26% των επιχειρήσεων στην Ε.Ε. αντιμετώπισε μεγάλο βαθμό δυσκολίας στην εύρεση υπαλλήλων με τις κατάλληλες δεξιότητες. Το υπόλοιπο 51% από αυτές αντιμετώπισε «κάποιες δυσκολίες» και το 23% αντιμετώπισε «ελάχιστες ή καθόλου δυσκολίες». Το συμπέρασμα είναι ότι η στενότητα στην αγορά εργασίας για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις δεν είναι τόσο έντονη αλλά πιο μετριοπαθής. Η ανάλυση δείχνει μάλιστα, μεταξύ άλλων, ότι οι δυσκολίες των εταιρειών να βρουν άτομα με τις κατάλληλες δεξιότητες συνδέονται στενά με την αδυναμία διατήρησης των εργαζομένων στις υφιστάμενες θέσεις εργασίας και λιγότερο με την έλλειψη δεξιοτήτων μεταξύ των αιτούντων εργασία.
Στην πράξη, η μελέτη δείχνει πως εκτός από την προσφορά εργασίας και την αντιστοίχιση με τις κατάλληλες δεξιότητες, καθοριστικό ρόλο για την προσέλκυση των εργαζομένων παίζει και η ζήτηση εργασίας, όπως επίσης και το περιεχόμενο της ζήτησης, που σχετίζεται με τις αμοιβές της εργασίας, τις συνθήκες της εργασίας, τις παροχές και τα κίνητρα για τη διατήρηση των εργαζομένων, αλλά και οι προοπτικές ανέλιξης και σταδιοδρομίας.
Οσο για την Ελλάδα, η μελέτη του CEDEFOP επισημαίνει ως μία από τις προκλήσεις στην αγορά εργασίας την ψηφιακή μετάβαση, η οποία μάλιστα αναμένεται να έχει περιορισμένη αρνητική επίπτωση στην απασχόληση στην Ελλάδα έως το 2035. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τομείς με υψηλό κίνδυνο αυτοματοποίησης, όπως η βιομηχανία και οι κατασκευές, δεν είναι τόσο ανεπτυγμένοι στη χώρα μας σε σχέση με άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Επιπλέον, η ανάπτυξη τομέων που υποστηρίζουν την ψηφιακή μετάβαση, όπως η έρευνα και ανάπτυξη, οι τηλεπικοινωνίες και η πληροφορική, αναμένεται να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας.
Οσο για την αναντιστοιχία δεξιοτήτων (skills mismatch) η χώρα μας κατατάσσεται χαμηλά στον Ευρωπαϊκό Δείκτη Δεξιοτήτων (ESI). Είναι χαρακτηριστικό ότι το 15% των εργαζομένων στην Ε.Ε. παρουσιάζει σημαντικό χάσμα ψηφιακών δεξιοτήτων, ενώ στην Ελλάδα το 63% των εργαζομένων πιστεύει ότι πρέπει να αναπτύξει τις ψηφιακές του δεξιότητες σε μεγάλο ή μέτριο βαθμό.
Οι δέκα σημαντικότερες δεξιότητες που θα απαιτηθούν στο μέλλον περιλαμβάνουν την ανθεκτικότητα, την ευελιξία, την επικοινωνία, τη διαχείριση ανθρώπων, την αναλυτική σκέψη, τη δημιουργικότητα, τις δεξιότητες στην τεχνητή νοημοσύνη και τα μεγάλα δεδομένα, την επιλογή για διά βίου μάθηση, την τεχνολογική παιδεία και τον προσανατολισμό στην εξυπηρέτηση πελατών.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ