
Στης νύχτας τη σιγή, φωνές χαμένες, όνειρα σβήσαν ξαφνικά, ψυχές καμένες.
Ένα ταξίδι που έμελλε ποτέ να μη τελειώσει, μια σιδερένια αγκαλιά το έχει αγκιστρώσει.
Μάτια που κοίταζαν μπροστά, γεμάτα με ελπίδα, κεριά γενήκαν που έλιωσαν στου χάρου την κλεψύδρα.
Κι η αυγή που δεν ξημέρωσε για τα γλυκά αγγελούδια, έμεινε κρύα, σκοτεινή, στα πλαστικά λουλούδια.
Μανάδες μάταια τη χαρά θαρρούν πως αντικρύζουν στα αθάνατα βλαστάρια τους, που πίσω δε γυρίζουν.
Κεριά γινήκαν αστραπές και βουητό αέρα. Θλίψη καλεί τη θλίψη τους μες στης οργής τη σφαίρα.
Κι όσο οι ψυχές αδιάβαστες στη μνήμη αργοσαλεύουν, οι μάνες με τους δήμιους μετριούνται και παλεύουν.
Μα η καρδιά που δεν ξεχνά, πετρώνει από τον πόνο με την κραυγή απόγνωσης << δεν έχω οξυγόνο>>.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ – ΕΚΠ/ΚΟΣ