Η ουκρανική αντεπίθεση φέρνει τη Ρωσία αντιμέτωπη με την ανάγκη αναπροσαρμογής του σχεδιασμού της
Παρότι παρουσιάστηκε από το ρωσικό υπουργείο Άμυνας ως μια σχεδόν προσχεδιασμένη αναδίπλωση είναι σαφές ότι αποτέλεσε ένα σημαντικό πισωγύρισμα στο ρωσικό σχεδιασμό. Δεν είναι μικρό πράγμα να επιτυγχάνουν οι ουκρανικές δυνάμεις την ανάκτηση 11.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Επιπλέον, οι ουκρανικές δυνάμεις πλησίασαν ξανά θέσεις κοντά στα ρωσικά σύνορα, ενώ όλα δείχνουν ότι η ρωσική αναδίπλωση είχε ως αποτέλεσμα να βρίσκονται τώρα αντιμέτωποι με πρακτικές αντεκδίκησης οι κάτοικοι των ανακτηθεισών περιοχών που είχαν εκφραστεί υπέρ της ρωσικής παρουσίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι το θέμα αυτό αποτέλεσε και αντικείμενο και επικριτικών δημόσιων τοποθετήσεων στη Ρωσία, ιδίως από πολιτικές δυνάμεις κα ΜΜΕ που έχουν στηρίξει μια «σκληρή» εθνικιστική γραμμή. Το γεγονός ότι η επίθεση αυτή σε μεγάλο βαθμό στηρίχτηκε σε πληροφορίες που συγκέντρωσαν οι δυτικοί σύμμαχοι της Ουκρανίας και ότι προϋπέθεσε την ενεργή συμμετοχή στην προετοιμασία και δυτικών αξιωματούχων, πέραν της ούτως ή άλλως σταθερής ροής δυτικού οπλισμού στην Ουκρανία, δεν μειώνει τον πραγματικό και συμβολικό αντίκτυπο της αντεπίθεσης.
Τα όρια της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης»
Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με τα όρια και τη στοχοθεσία της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης». Όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα είναι σαφές ότι η Ρωσία ξεκίνησε τις επιχειρήσεις με ένα διπλό στόχο. Από τη μια, πρακτικά να υποχρεώσει την Ουκρανία σε μία αποδοχή των ρωσικών όρων ως προς την αποσύνδεση από το ΝΑΤΟ και την «εκκαθάριση» των ενόπλων δυνάμεων και του κρατικού μηχανισμού, στόχευση που μπορούσε να περάσει είτε μέσα από την αποδοχή της ουκρανικής κυβέρνησης είτε μέσα από την ανατροπή της κυβέρνησης. Αυτό εξηγεί και την επίδειξη δύναμης στα όρια του Κιέβου, αλλά χωρίς ανάληψη δράσης. Από την άλλη, η ολοκλήρωση της «απελευθέρωσης» του Ντονμπάς, δηλαδή η κατάληψη εδαφών πέραν της «γραμμής επαφής» του 2014.
Στο βαθμό που η ουκρανική κυβέρνηση υπαναχώρησε από την αρχική διάθεσή της να αποδεχτεί τη συμφωνία που διαμορφωνόταν στην Κωνσταντινούπολη, πιθανώς και υπό την παρότρυνση δυτικών δυνάμεων ότι θα έχει υποστήριξη στον «αγώνα για τη νίκη, τότε η Ρωσία κλιμάκωσε την επιχείρηση, επιλέγοντας μια κίνηση με μικρότερη έκθεση δυνάμεων, ολοένα και μεγαλύτερη αξιοποίηση της ικανότητας βομβαρδισμών ουκρανικών θέσεων και σταδιακή προέλαση, εντός ενός σχεδιασμού που προσπαθούσε να συνδυάσει την κατάληψη του συνόλου του Ντονμπάς, την καταστροφή των ουκρανικών στρατιωτικών υποδομών (συμπεριλαμβανομένου του νέου οπλισμού που ερχόταν από τη Δύση) και τη διαρκή προσπάθεια η πίεση στην Ουκρανία να είναι μεγάλη. Αυτός ο συνδυασμός ανάμεσα σε μια επιχείρηση με συγκεκριμένους εδαφικούς στόχους, την προσπάθεια καταστροφής υποδομών και την παράλληλη άσκηση πολιτικής πίεσης για συμφωνία (και από ένα σημείο και μετά «αλλαγής καθεστώτος») διαμόρφωσε την ιδιαιτερότητα, τα όρια αλλά και τις αντιφάσεις της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης».
Όμως, η ίδια η κλίμακα της επιχείρησης δεν άλλαξε. Η ρωσική πλευρά εξακολουθεί να στηρίζεται σε τακτικές μονάδες, την υποστήριξη των τσετσενικών δυνάμεων και των πολιτοφυλακών των δύο «λαϊκών δημοκρατιών του Ντονμπάς, χωρίς την κινητοποίηση εφέδρων.
Αυτό, όμως, διαμόρφωνε μια συνθήκη ανισορροπίας. Σε ένα πεδίο μάχη χωρίς φυσικές οχυρές θέσεις και όπου η δυνατότητα οχύρωσης είναι κυρίως σε κατοικημένες περιοχές, το γεγονός ότι η Ουκρανία στηρίζεται σε πολύ μεγαλύτερη αριθμό ενόπλων, αφού είναι σε φάση πλήρους κινητοποίησης, διαρκείς ενισχύσεις σε οπλισμό, ικανότητα να απευθύνεται στον πατριωτισμό των μαχητών και σχεδιασμό που δεν φοβάται τις απώλειες , μπορούσε, με τη βοήθεια των δυτικών συμμάχων, σε επίπεδο πληροφοριών, εκπαίδευσης και οπλισμού, να κάνει μια πετυχημένη αντεπίθεση.
Θα αλλάξει η Ρωσία το σχεδιασμό της;
Μιλώντας στη συνέντευξη Τύπου μετά τη σύνοδο κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, ο Βλαντίμιρ Πούτιν επέμεινε ότι ο σχεδιασμός της Ρωσίας δεν έχει αλλάξει και ότι εδαφικά παραμένει η απελευθέρωση του Ντονμπάρ. Ως προς τη στάση της Ουκρανίας κατηγόρησε ξανά την κυβέρνηση του Κιέβου ότι αντί να επιδιώκει μια συμφωνία με τη Ρωσία προσβλέπει στη στρατιωτική νίκη, μέσα από την αντεπίθεση για την οποία δήλωσε: «ας δούμε πώς θα τελειώσει».
Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον ότι έδωσε έμφαση σε τα «τρομοκρατικά χτυπήματα» όπως τα ονόμασε των ουκρανικών δυνάμεων, δηλαδή τα χτυπήματα πίσω από τις γραμμές σε κατοικημένες περιοχές, τις δολοφονίες αξιωματούχων στις «απελευθερωμένες περιοχές», τα χτυπήματα κοντά σε πυρηνικά εργοστάσια.
Αυτή η τοποθέτηση παραπέμπει σε μια αλλαγή στοχοθεσίας που έχει ήδη συζητηθεί και αφορά το χαρακτηρισμό της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» ως αντιτρομοκρατικής και την προσπάθεια για πιο τιμωρητικούς βομβαρδισμούς. Ήδη η απόφαση να χτυπηθούν στις 11 Σεπτέμβρη υποσταθμοί ηλεκτρικού ρεύματος στην Ουκρανία, ή λίγες μέρες μετά τα πλήγματα σε ένα μεγάλο φράγμα ήταν ενδεικτικά.
Η παράμετρος του χρόνου
Την ίδια στιγμή η παράταση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ακόμη και με κριτήριο τον περιορισμό των απωλειών από τη ρωσική πλευρά, διαμορφώνει μια πιο πιεστική συνθήκη για τη ρωσική ηγεσία.
Και αυτό γιατί παρότι η σύνοδος κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης στη Σαμαρκάνδη του Ουζμπεκιστάν έδειξε ότι είναι αρκετές οι χώρες που επιθυμούν να έχουν οικονομικές συναλλαγές και πολιτικές σχέσεις με τη Ρωσία, εντούτοις η παράταση του πολέμου, η αναστάτωση που προκαλεί η νέα διαίρεση του κόσμου, οι επιπτώσεις από τις πρωτογενείς και δευτερογενείς κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας από τη Δύση, κάνουν ακόμη και χώρες που έχουν σταθεί στο πλευρό της Ρωσίας, όπως η Κίνα, ή έχουν αρνηθεί να έρθουν σε ρήξη, όπως η Ινδία, να διατυπώνουν έστω και διακριτικά την επιθυμία τους να υπάρξει μια ειρηνική διέξοδος στην ουκρανική κρίση.
Ας μην ξεχνάμε ότι όσο παρατείνεται η εμπλοκή της Ρωσίας στην «ειδική πολεμική επιχείρηση» στην Ουκρανία, τόσο περισσότερο θα διαμορφώνεται μια αίσθηση ότι δεν μπορεί να παίξει τον ίδιο ρόλο στα άλλα ανοιχτά μέτωπα στα οποία παρεμβαίνει. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είδαν στην αναζωπύρωση της σύγκρουσης ανάμεσα σε Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν, μια σύγκρουση στην οποία η Ρωσία είχε επενδύσει ιδιαίτερα στο να την κατευνάσει, ή στις νέες συγκρούσεις στη μεθόριο Κιργιστάν και Τατζικιστάν, χώρες που και οι δύο διατηρούν σημαντικές σχέσεις με τη Ρωσία, η οποία έχει βάσεις στο έδαφός τους, τα πρώτα σημάδια μιας αδυναμίας της Ρωσίας να παίξει τον ρόλο του εγγυητή που παραδοσιακά είχε στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία και την ενδεχόμενη διαμόρφωση ενός κενού που άλλες χώρες μπορεί να θελήσουν να καλύψουν. Δεν είναι τυχαίο π.χ. το αμερικανό ενδιαφέρον και για την Αρμενία, την οποία επισκέφτηκε η πρόεδρος της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσυ Πελόζι, αλλά και πολύ κρίσιμο γεωπολιτικά Καζακστάν.
Και βέβαια εξελίξεις όπως είναι τα πρόσφατα πλήγματα των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων κατά κατοικημένων περιοχών, όπως ο βομβαρδισμός, με βλήματα πυροβολικού, καταστήματος στο Ντονέτσκ με αποτέλεσμα το θάνατο και παιδιών, επίσης θα τονώνουν και μια πίεση σε επίπεδο κοινής γνώμης ώστε να υπάρξουν αντίποινα.
Σε αυτό το φόντο έχει ενδιαφέρον, η έκκληση που έκανε πριν από μερικές μέρες ο ηγέτης της Τσετσενίας Καντίροφ που κάλεσε τους επικεφαλής των αυτόνομων περιοχών της Ρωσικής ομοσπονδίας σε «αυτο-κινητοποίηση», δηλαδή στη συγκρότηση μονάδων εθελοντών που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις μονάδες που βρίσκονται στα μέτωπα των πολεμικώ επιχειρήσεων, με ορισμένους ήδη να ανταποκρίνονται θετικά.
Πηγή: https://www.in.gr/2022/09/20/world/rosia-antimetopi-mia-nea-fasi-tou-polemou-stin-oukrania/