Σε υψηλά επίπεδα εξακολουθεί να βρίσκεται το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα, με την οικονομία να βαρύνεται με «κόκκινα» δάνεια, ύψους περίπου 90 δισ. ευρώ.
Όπως προκύπτει από σχετικά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), το α’ μισό του 2023 οι servicers είχαν υπό τη διαχείρισή τους μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, συνολικής αξίας 89,4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 68,7 δισ. ευρώ αφορούσαν σε χαρτοφυλάκια που είχαν όλο το προηγούμενο διάστημα μεταβιβαστεί σε funds και τα υπόλοιπα 20,6 δισ. ευρώ σε τραπεζικά χαρτοφυλάκια.
Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα, η μεταφορά των επίμαχων δανείων εκτός τραπεζικού τομέα δεν σημαίνει αυτόματα και την οριστική εξάλειψη του χρέους από την οικονομία. «Το χρέος παραμένει», σημειώνει χαρακτηριστικά στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να διατηρηθεί η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς για την επίτευξη της οριστικής εκκαθάρισης του ιδιωτικού χρέους. «Η αξιοποίηση του συνόλου των διαθέσιμων εργαλείων και επιλογών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Η εξέταση των δυνατοτήτων επανένταξης σε καθεστώς ενημερότητας πιστούχων, οι οποίοι έχουν αξιόλογα βιώσιμα επενδυτικά σχέδια που μπορούν να χρηματοδοτηθούν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και να αναδεικνύεται ως μία επιλογή, η οποία θα συμβάλει καθοριστικά στην οριστική εκκαθάριση του ιδιωτικού χρέους, αλλά και στην ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας», προσθέτει.
Η κυβέρνηση, μέσω του νομοσχεδίου του υπουργείου Οικονομικών που θα τεθεί προσεχώς σε δημόσια διαβούλευση, εισηγείται μία σειρά ρυθμίσεων, οι οποίες έχουν να κάνουν αφενός, με τον εξωδικαστικό μηχανισμό και τη γενικότερη συμπεριφορά των servicers προς τους δανειολήπτες και αφετέρου, το άνοιγμα της αγοράς των χορηγήσεων δανείων και σε μη τραπεζικά ιδρύματα.
Ο εξωδικαστικός μηχανισμός φαίνεται πως έχει ανεβάσει… στροφές το τελευταίο διάστημα, με τις επιτυχείς ρυθμίσεις οφειλών να ξεπερνούν τις 10.000 μέχρι και τον περασμένο Οκτώβριο, οι οποίες αντιστοιχούν σε 3,7 δισ. ευρώ αρχικών οφειλών. Το γεγονός, ωστόσο, ότι σχεδόν τέσσερις στις 10 ρυθμίσεις φέρεται να «ξανακοκκινίζουν» μετά από μόλις ένα τρίμηνο (σ.σ. κάποιες παύουν να εξυπηρετούνται ήδη από την πρώτη ημέρα) προβληματίζει την αγορά, φορείς της οποίας έχουν ήδη εισηγηθεί προς την κυβέρνηση σειρά παρεμβάσεων. Μεταξύ αυτών είναι και οι servicers που προτείνουν αφενός, η συμφωνία ρύθμισης – πρωτίστως στις περιπτώσεις των ευάλωτων που πλέον με το νέο νομοσχέδιο πρέπει απαραιτήτως να γίνει αποδεκτή από τους ίδιους – να αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως εάν ένας δανειολήπτης αθετήσει την πληρωμή η εταιρεία διαχείρισης να μπορεί να εκκινεί σχεδόν αυτόματα τις νομικές ενέργειες, χωρίς χρονοβόρες διαδικασίες που ενέχουν κόστος, αλλά και χρόνο. «Το ίδιο ισχύει και στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, ενώ προβλεπόταν και στον νόμο 4605/2019», διατείνονται αρμόδιες πηγές.
Παράλληλα, στην περίπτωση των πλειστηριασμών οι εταιρείες διαχείρισης ζητούν τη θέσπιση προκαταβολής 10% επί της συνολικής οφειλής, προκειμένου να «παγώνει» η διαδικασία. «Η προκαταβολή θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης σε εκείνον που θέλει να αναστείλει τον πλειστηριασμό στο παρά πέντε της διαδικασίας, να κλοτσήσει, δηλαδή, το τενεκεδάκι πιο κάτω», σχολιάζουν οι ίδιες πηγές, εκτιμώντας πως τα δύο αιτήματα, εφόσον γίνουν αποδεκτά από την κυβέρνηση, θα μπορούσαν να αυξήσουν την εγκρισιμότητα του εξωδικαστικού μηχανισμού μέχρι το 80%, ενώ, ταυτόχρονα, θα μείωναν σε πάνω από το μισό το ποσοστό αθέτησης. Αξίζει να αναφερθεί πως, σύμφωνα με την ΤτΕ, οι ρευστοποιήσεις είχαν το α’ εξάμηνο του 2023 μικρό μερίδιο στη στρατηγική των εταιρειών διαχείρισης (390 εκατ. ευρώ για τα χαρτοφυλάκια που έχουν πωληθεί σε funds και 80 εκατ. ευρώ για εκείνα των τραπεζών), επιβεβαιώνοντας κατά κάποιο τρόπο τους ισχυρισμούς τους ότι οι πλειστηριασμοί αποτελούν το έσχατο μέσο και όχι αυτοσκοπός.
Στο μεταξύ, στο «τραπέζι» των συζητήσεων μεταξύ κυβέρνησης και servicers φέρεται να έχει τεθεί και το ενδεχόμενο διεύρυνσης της περιμέτρου των ευάλωτων, με αύξηση των εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων που ισχύουν σήμερα, με στόχο την ενίσχυση των ρυθμίσεων. Στο πλαίσιο αυτό, κάποια στελέχη έχουν ταχθεί υπέρ της εισαγωγής και κάποιων κοινωνικών κριτηρίων τα οποία είναι βέβαιο πως επηρεάζουν την ικανότητα των οφειλετών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους (σ.σ. λόγοι, για παράδειγμα, υγείας).
Ο Κώδικας Δεοντολογίας και τα πρόστιμα
Προς τη σωστή κατεύθυνση κινείται, σύμφωνα με τους servicers, το νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών, αναφορικά με την υποχρεωτική από πλευράς τους ενημέρωσης των οφειλετών για όλα τα στάδια «ζωής» ενός δανείου.
«Οι υποδομές που ζητούνται είναι κάτι που μας επιβαρύνει στο κομμάτι του capex, αλλά κοιτώντας μπροστά αυτό είναι κάτι που θα μας διευκολύνει, γιατί θα απελευθερωθούν πόροι που μέχρι σήμερα γίνονταν… χειρωνακτικά.
Πρώτον, θα βελτιώσει την ποιότητα εξυπηρέτησης των δανειοληπτών και δεύτερον, θα μειώσει μεσομακροπρόθεσμα και το δικό μας κόστος», σχολιάζουν χαρακτηριστικά.
Η μοναδική, ίσως, ένσταση αφορά στο χρονικό περιθώριο που τους δίνεται για την υλοποίηση του συγκεκριμένου στόχου. «Έχουμε περιθώριο μέχρι την 31η Μαρτίου 2024. Αυτό είναι ένα πολύ ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα, ειδικά για τις περιπτώσεις δανειοληπτών που έχουν να κάνουν με πτωχευτική διαδικασία, Νόμο Κατσέλη κ.ο.κ. Είναι δύσκολο να το περιγράψεις αυτό σε ένα σύστημα και γι’ αυτό έχουμε ζητήσει τρίμηνη παράταση», εξηγούν.
Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, πάντως, η κυβέρνηση έχει ορίσει ποινές, οι οποίες περιλαμβάνουν από πρόστιμα έως 500.000 ευρώ, υποχρέωση διόρθωσης της παράβασης και φθάνουν μέχρι ανάκληση της άδειας λειτουργίας. «Το επόμενο διάστημα η αγορά των servicers θα αλλάξει μέσω είτε συγχωνεύσεων είτε και λουκέτων», διαμηνύουν οι ίδιες πηγές. Υπενθυμίζεται πως η ΤτΕ έχει χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε συνολικά 26 εταιρείες διαχείρισης, εκ των οποίων σήμερα λειτουργούν οι 23. «Ο βαθμός δραστηριοποίησης των υφιστάμενων εταιρειών διαφοροποιείται σημαντικά, με αποτέλεσμα οι τρεις μεγαλύτερες (σ.σ. doValue, Intrum και Cepal) να κατέχουν σωρευτικό μερίδιο αγοράς 83% με βάση τη συνολική αξία των υπό διαχείριση ανοιγμάτων, έναντι 15 εταιρειών που καταγράφουν ελάχιστη έως μηδαμινή δραστηριότητα (μερίδιο μικρότερο του 1%)», σημειώνεται στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Την ίδια στιγμή, καμία μέχρι σήμερα δεν έχει αιτηθεί άδεια αναχρηματοδότησης απαιτήσεων, με τις πρώτες τέτοιες κινήσεις να γίνονται το επόμενο δίμηνο, μέσω συμπράξεων με funds.