Του Κωνσταντίνου Τσιαγά
Τό γνωστό ἀπό τούς ἀρχαίους χρόνους λινάρι (Linum usitatissimum L) εἶναι μία πόα ὕψους ὀγδόντα περίπου πόντων. ῾Η χρήση της μαρτυρεῖτα ἤδη ἀπό τά 3400 π.Χ. ὅταν οἱ ἀρχαίοι Αἰγύπτιοι κατασκεύαζαν ὑφάσματα ἀπό λινό ὕφασμα. Εἶναι ἀγγειόσπερμο φυτό καί ἀνήκει στήν οἰκογένεια τῶν Λινοειδῶν.
Μολονότι σήμερα ἡ πρακτική του χρήση εἶναι σπανία, παλαιότερα χρησιμοποιεῖτο κατά κόρον στή λεγομένη πρακτική ἰατρική. Οἱ σπόροι του (μήκους 4-6 mm ) περιέχουν κατά 40% ἔλαιο, 20% πρωτεϊνες, 10% βλεννώδεις οὐσίες ἐνώ τό ἔλαιο τῶν σπόρων εἶναι ἀκόρεστο περιέχον ὀλεϊκό καί λινολεϊκό ὀξύ. Οἱ σπόροι χρησιμοποιοῦντο ὡς καθαρκτικό ἐξαιτίας τῶν βλεννοδῶν οὐσιῶν, αὐξάνοντας τόν ὄγκο τῶν κοπράνων. Παλαιότερα ἀναμειγνύοντο μέ τούς σπόρους τοῦ σιναπιοῦ ὡς καταπλάσματα μέ ἀντισπασμωδικές ἰδιότητες. Τὸ ἔλαιο χρησιμοποιεῖται κυρίως στή βιομηχανία καί ἰδιαιτέρως στήν παραγωγή βερνικιῶν.
Πολλά συστατικά τῶν σπόρων τοῦ λιναριοῦ μελετῶνται σήμερα γιά τίς ἀντιδιαβητικές του ἰδιότητες καθώς τό συστατικό τοῦ φυτοῦ Διγλυκοζίτης σεκοϊσολαρισιρεσινόλης ἐρευνᾶται γιά τίς ἰδιότητές του νά βελτιώνη τήν ἀντίσταση στήν ἰνσουλίνη . ᾿Εξετάζονται ἐπίσης οἱ ἀντικαρκινικές καί ἀντιφλεγμονώδεις ἰδιότητές τῶν σπόρων ἐνώ τό ἔλαιο πιστεύεται πώς μπορεῖ νά συμβάλλη σέ περιστατικά ὑπερχοληστερολαιμίας.