Την εμπορική τους πολιτική για την περίοδο μετά την έναρξη του νέου χρόνου, οπότε και σταματάει να υπάρχει η απαγόρευση στη ρήτρα αναπροσαρμογής, προετοιμάζουν οι εταιρείες προμήθειας ρεύματος.
Στόχος όλων των παρόχων είναι να έχουν επαρκές χρονικό περιθώριο για να ενημερώσουν τους πελάτες μέχρι την 1η Νοεμβρίου – την προθεσμία που προβλέπει η Ρυθμιστική Αρχή, για την πληροφόρηση των καταναλωτών σχετικά με τις αλλαγές που θα τεθούν σε εφαρμογή από τις αρχές Ιανουαρίου.
Αυτό που επίσης είναι βέβαιο είναι πως καμία εταιρεία δεν πρόκειται απλώς να «ξεπαγώσει» τη ρήτρα στα κυμαινόμενα τιμολόγιά της, «αναβιώνοντας» απλώς τους όρους που τέθηκαν σε αναστολή από τον Αύγουστο του 2022. Ως συνέπεια, η απόσυρση των μέτρων θα αποτελέσει αφετηρία ώστε οι πάροχοι να κάνουν restart στις εμπορικές πολιτικές τους.
Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση της ΡΑΑΕΥ κατηγοριοποιεί σε τρεις τύπους τα τιμολόγια που μπορούν να λανσαριστούν από την 1η Νοεμβρίου (σταθερά, κυμαινόμενα, δυναμικά) αποδίδοντας έναν «χρωματικό κώδικα» σε κάθε ένα (μπλε, πράσινο, πορτοκαλί). Από αυτούς τους τύπους, όλες οι εταιρείες αναμένεται να δώσουν έμφαση στα κυμαινόμενα προϊόντα, δηλαδή σε «πράσινα» τιμολόγια με μηχανισμούς αυξομείωσης των τιμών ανάλογα με το χονδρεμπορικό κόστος.
Ορισμένες εταιρείες ξεκαθαρίζουν πως δεν πρόκειται να λανσάρουν και «μπλε» τιμολόγια, δηλαδή προϊόντα σταθερής χρέωσης. Άλλοι προμηθευτές εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο να διαθέσουν προϊόντα σταθερής τιμής, με τα στελέχη τους πάντως να σημειώνουν πως οι συγκεκριμένες συμβάσεις θα είναι εκ των πραγμάτων αρκετά ακριβές και, κατά συνέπεια, θα απευθύνονται σε μία πολύ μικρή μερίδα καταναλωτών, με πολύ συγκεκριμένες ανάγκες.
Σύμφωνα με τα ίδια στελέχη, το «κλείδωμα» της τιμής ενός προϊόντος για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σημαίνει ανάληψη ρίσκου από τον προμηθευτή – καθώς μία τυχόν απότομη άνοδος στην πορεία των χονδρεμπορικών τιμών θα κάνει ένα τέτοιο προϊόν ζημιογόνο για την εταιρεία. Οι πάροχοι έχουν εργαλεία αντιστάθμισης αυτού του κινδύνου (hedging) -περιορισμένα πάντως στην ελληνική λιανική ρεύματος- η χρήση των οποίων όμως έχει κόστος.
Το κόστος αυτό, όπως είναι φυσικό, μεταφέρεται στην τελική επιβάρυνση του πελάτη, η οποία επομένως είναι πιο τσουχτερή από ό,τι σε μία κυμαινόμενη σύμβαση. «Κατά συνέπεια, ένα τέτοιο προϊόν θα ήταν περίπου απαγορευτικό για ένα νοικοκυριό, με κατανάλωση ρεύματος σε καθημερινή βάση, αφού θα “φούσκωνε” τους λογαριασμούς του», σημειώνουν.
Αν και σε μικρότερο βαθμό, η λογική «όσο πιο μεγάλο το ρίσκο, τόσο πιο μεγάλη και η χρέωση» ισχύει και για τις υποκατηγορίες των («πράσινων») κυμαινόμενων τιμολογίων. Εδώ, το ρίσκο αφορά το πότε θα «κλειδώνει» η χρέωση.
Έτσι, στα κυμαινόμενα τιμολόγια με προαναγγελία χρέωσης (ex-ante) η τιμή οριστικοποιείται την 1η ημέρα του μήνα εφαρμογής – για παράδειγμα, την 1η Ιανουαρίου, ο καταναλωτής θα γνωρίζει πόσο θα κοστίσει κάθε κιλοβατώρα που θα «κάψει» όλο τον Ιανουάριο. Αντίθετα, στα κυμαινόμενα τιμολόγια με οριστικοποίηση της χρέωσης μετά τον μήνα εφαρμογής, η επιβάρυνση κλειδώνει εκ των υστέρων. Για παράδειγμα, η τιμή Ιανουαρίου θα οριστικοποιηθεί το νωρίτερο στις 31 Ιανουαρίου.
Όπως είναι φυσικό, τα τιμολόγια με προαναγγελία χρέωσης εξασφαλίζουν μεγαλύτερη «ορατότητα» στον καταναλωτή. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, σημαίνουν και μεγαλύτερο κίνδυνο για τον πάροχο – αφού τίποτα δεν μπορεί να προεξοφλήσει πως δεν θα υπάρξει κάποια απότομη εκτίναξη του χονδρεμπορικού κόστους, μέσα στον μήνα στον οποίο «τρέχει» κάθε φορά η προαναγγελθείσα χρέωση. Όπως είναι φυσικό, και σε αυτή την περίπτωση, ο κίνδυνος θα επιβαρύνει την τελική τιμή κάθε κιλοβατώρας.
Μάλιστα, το ρίσκο από ένα τιμολόγιο με προαναγγελία χρέωσης αυξάνεται όσο μικρότερο χαρτοφυλάκιο έχει μία εταιρεία. Όσο μικρότερη πελατειακή βάση τόσο και πιο περιορισμένος είναι ο κύκλος εργασιών. Ως αποτέλεσμα, μία ενδεχόμενη ζημία από το προϊόν με προαναγγελία χρέωσης (ακόμη και για ένα μήνα), θα έχει μεγαλύτερο «αποτύπωμα» στον τζίρο του προμηθευτή.
news247