Άρθρο του Κωνσταντίνου Τσιαγά
Η συναπτική διαβίβαση εἶναι ἡ διαδικασία διά τῆς ὁποίας τά ἠλεκτρικά σήματα μεταφέρονται μεταξύ τῶν κυττάρων τοῦ νευρικοῦ συστήματος. ῾Υπάρχουν δύο κατηγορίες συνάψεων : ἡ ἠλεκτρική καί ἡ χημική. ῾Η ἠλεκτρική σύναψη ἐπιτρέπει τή δίοδο ρεύματος μεταξύ δύο γειτονικῶν κυττάρων, εἶναι ταχεῖες καί ἀμφίδρομες ἐνώ παραδείγματα ἠλεκτρικῶν συνάψεων ἀπαντῶνται στίς περισσότερες ἐγκεφαλικές περιοχές. ᾿Αντιθέτως μεταξύ τῶν ἠλεκτρικῶν συνάψεων δέν ὑπάρχει ἄπ εὐθείας ἐπικοινωνία καθώς οἱ κυτταρικές μεμβράνες τῶν δύο ὄμορων κυττάρων χωρίζονται ἀπό μία συναπτική σχισμή εἴκοσι περίπου νανομέτρων.᾿Επιπροσθέτως οἱ συνάψεις αὐτές εἶναι μονόδρομες. Συνεπώς ἡ μεταξύ των ἐπικοινωνία λαμβάνει χώρα μέσω μεσολαβουσῶν χημικῶν οὐσιῶν γνωστῶν καί ὡς νευροδιαβιβαστές. Προκειμένου νά θεωρηθῆ μία οὐσία ὡς νευροδιαβιβαστής πρέπει νά ἰκανοποιοῦνται ὀρισμένα κριτήρια ὄπως ἡ οὐσία νά εἶναι παρούσα στήν προσυναπτική ἀπόληξη καθώς ἐπίσης καί νά μπορεῖ νά παραχθῆ ἀπό μέρους τοῦ κυττάρου. Εἶναι ἐπίσης ἀπαραίτητο νά ὑπάρχουν εἰδικοί ὑποδοχεῖς γιά τήν οὐσία αὐτή ἐπί τῆς ἐξωτερικῆς μεμβράνης. Πέραν τῶν ἐκατό οὐσιῶν ἔχουν ταυτοποιηθεῖ ὡς νευροδιαβιβαστές.Στό περιφερειακό νευρικό σύστημα ἡ ἀκετυλχολίνη εἶναι ὁ διαβιβαστής στίς νευρομυϊκές συνάψεις, στά συμπαθητικά καί παρασυμπαθητικά γάγγλια. Οἱ χολινεργικοί νευρῶνες τοῦ ἐγκεφάλου ἔχουν συσχετισθεῖ μέ τίς μνημονικές λειτουργίες. Τωόντι ὁ ἐκφυλισμός τῶν κυττάρων αὐτῶν ἐμφανίζεται στή νόσο Alzheimer. ῾Η ἀκετυλχολίνη συντίθεται ἔκ τοῦ ἀκετυλοσυνενζύμου Α καί τής χολίνης παρουσία τοῦ ἐνζύμου ἀκετυλοτρανσφεράση τῆς χολίνης, εὐρισκομένου στό κυτταρόπλασμα τῶν χολινεργικῶν ἀπολήξεων. Κατόπιν ἡ ἀκετυλχολίνη ἐγκολπώνεται στά κυστίδια ἐνώ μετά τήν ἀπελευθέρωσή της, ἡ δράση της τερματίζεται διά τοῦ ἐνζύμου ἀκετυλοχολινεστεράση εὐρισκόμενο στή συναπτική σχισμή. Εἷς ἀριθμός χημικῶν οὐσιῶν (οἱ γνωστές ἀντιχολινεστεράσες) παρεμβαίνει στή χολινεστεράση ἀναστέλλοντάς την, παρατείνοντας ἔτσι τή δράση της ἀκετυλχολίνης στίς συνάψεις. Τέτοια προϊόντα περιλαμβάνουν τά ἐντομοκτόνα καθώς καί φάρμακα χρησιμοποιούμενα στήν ἀγωγή τῆς βαρείας μυασθενείας. Πρόκειται περί μίας αὐτοάνοσης νόσου στήν ὁποία ἀντισώματα προσδένονται στούς ὑποδοχεῖς ἀκετυλχολίνης ἐπί της νευρομυϊκῆς συνάψεως καταστρέφοντας ἔτσι τή λειτουργικότητά τους ἐνώ προάγουν τήν ταχύτερη ἀποικοδόμησή τους. ῾Η μείωση αὐτή ὀδηγεῖ σέ σοβαρή ἀδυναμία καί τελικά παράλυση. ῾Η ἀδυναμία χαρακτηρίζεται ἀπό ταχεία κόπωση τῶν μυων κατόπιν ἐπαναλαμβανομένης χρήσεως των. ῾Η ταχεία κόπωση συμβαίνει δεδομένου ὅτι ὁ διαθέσιμος ἀριθμός τῶν πρός ἀπελευθέρωση κυστιδίων μειώνεται κατά τή διάρκεια ριπῶν δυναμικῶν ἐνεργείας τοῦ κινητικοῦ νευρῶνος ὁ ὁποῖος προκαλεῖ τίς νευρικές συσπάσεις.Στή μυασθένεια χαρακτηριστική εἶναι ἡ προσβολή συγκεκριμένων μυϊκών ὁμάδων, μέ κυριότερους τούς ὀφθαλμικούς μύες (50-60%). ᾿Εμφανίζεται διπλωπία, πτώση καί ἀδυναμία σύγκλεισης τῶν βλεφάρων. ᾿Ακολουθούν οἱ μύες τοῦ προσώπου (8-12%), μέ ἀδυναμία μιμικῶν κινήσεων, δυσκολία στό σφύριγμα καί στή μάσηση τροφῆς. Οἱ συνήθεις ἀγωγές περιλαμβάνουν ἀντιχολινεστεράσεις ἐπιτρέπουσες μία μεγαλύτερη συγκέντρωση ἀκετυλχολίνης ὥστε νά ἀντισταθμίζεται τό ἔλλειμμα λειτουργικῶν μετασυναπτικῶν ὑποδοχέων καθώς καί ἀγωγές ἀνοσοκαταστολῆς καί ἀνταλλαγῆς πλάσματος πού μειώνουν τά ἐπίπεδα αὐτό-ἀντισωμάτων ἐναντίον τοῦ ὑποδοχέος τῆς ἀκετυλχολίνης. Συνήθεις παρενέργειες αποτελοῦν ἡ μειωμένη παραγωγή σιέλου, ἡ θόλωση τῆς ὀράσεως, ἡ ξηροστομία,ἡ σύγχυση καθώς καί οἱ ψευδαισθήσεις.