Καλεσμένη στην εκπομπή «Συνδέσεις» της ΕΡΤ1 με τους δημοσιογράφους Κώστα Παπαχλιμίντζο και η Χριστίνα Βίδου ήταν σήμερα η αναπληρώτρια Εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Όλγα Μαρκογιαννάκη. «Δεν είναι ο κ. Μητσοτάκης. Και το ΠΑΣΟΚ έχει δείξει πως δεν είναι στείρα αντιπολίτευση, αλλά ασκεί δριμεία κριτική όπου χρειάζεται και ψηφίζει, όπως πολλές φορές έχει κάνει, θετικές πρωτοβουλίες όπως τα εξοπλιστικά προγράμματα ή μέτρα που ανακουφίζουν τους πολίτες» σημείωσε χαρακτηριστικά και καταλόγισε, παράλληλα, στην Κυβέρνηση πως «είναι εκείνη που δεν δείχνει αυτήν τη στιγμή συναινετική διάθεση» και εξήγησε: «Θέλουμε να δούμε την Κυβέρνηση να έρθει μία φορά και να ψηφίσει πρόταση του ΠΑΣΟΚ. Φέραμε μία τροπολογία για τους Σπαρτιάτες και την απέρριψε. Φέραμε μία τροπολογία για το επίδομα σε μητέρες ελεύθερες επαγγελματίες, πάλι δεν το ψήφισε η Νέα Δημοκρατία και ήρθε μετά από ένα διάστημα με δική της τροπολογία να το θεσμοθετήσει. Καταλαβαίνετε ότι πρέπει να υπάρχει κάποιο μίνιμουμ συνεννόησης σε πολλά ζητήματα και όχι μόνο να μας ψέγουν όταν εμείς δεν ψηφίζουμε». Αναφορικά με τη στάση του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής στο νομοσχέδιο για τον ΑΣΕΠ, η Ο. Μαρκογιαννάκη επανέλαβε ότι «στηρίξαμε όσες διατάξεις διευκολύνουν τις προσλήψεις, αλλά δεν μπορούμε να στηρίξουμε πράγματα που μπορεί να αλλοιώνουν τη διαφάνεια». Η αναπληρώτρια Εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής τόνισε ότι η Κυβέρνηση «όχι μόνο δεν λύνει τα προβλήματα, αλλά τα μεγαλώνει, κάτι που οι αριθμοί αποδεικνύουν από μόνα τους. Όταν έχουμε φτάσει να είναι 26η η Ελλάδα σε πραγματικούς μισθούς σε 27 χώρες της ΕΕ και από την άλλη να έχουμε τις επιχειρήσεις τρίτες σε κέρδη στην Ευρώπη, σημαίνει ότι υπάρχει μεγάλη διεύρυνση των ανισοτήτων. Παράλληλα, η Νέα Δημοκρατία χρησιμοποιεί τον πληθωρισμό ως εργαλείο άσκησης οικονομικής πολιτικής. Το τελευταίο διάστημα αυξήθηκε μεν το ΑΕΠ αλλά ταυτόχρονα είχαμε τριπλάσια αύξηση και στα έσοδα από τους φόρους. Η Κυβέρνηση είναι η πρώτη κερδοσκόπος σε βάρος των Ελλήνων πολιτών και ειδικά με τους έμμεσους φόρους που είμαστε πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ». |