Είναι χαρά μου να βρίσκομαι και να χαιρετίζω τις εργασίες σας καθώς ο κόσμος τηςεπιχειρηματικότητας και ιδιαίτερα της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας που εσείς εκπροσωπείτε, ως Κεντρική Ένωση των Επιμελητηρίων Ελλάδος, είναι ο κόσμος της δημιουργίας και στηρίζει την πραγματική οικονομία. Είναι ιδιαίτερη η χαρά μου να βρίσκομαι εδώ και η έκπληξή μου είναι να μιλώ μπροστά στο μισό Υπουργικό Συμβούλιο, νομίζω ότι αυτό έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Δείχνει βεβαίως πως έχετε μια ιδιαίτερη αξία ως Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος, αλλά έχει και μια ιδιαίτερη σημασία να κουβεντιάσουμε επί της ουσίας και να μιλήσουμε τη γλώσσα της αλήθειας απέναντι στην πραγματικότητα που βιώνετε.
Μια πραγματικότητα, που όσο κι αν θέλει κανείς να την ωραιοποιήσει, είναι δύσκολο, καθώς η κοινωνία μας και άρα και η αγορά –η αγορά ακόμη σκληρότερα- διέρχεται εν μέσω δυο παράλληλων κρίσεων: της υγειονομικής αλλά και της οικονομικής, που έρχεται με μια νέα μορφή από ό,τι τη συνηθίσαμε στο παρελθόν.
Εγώ μιλώ συνήθως για μια διπλή πανδημία: την πανδημία του κορωνοϊού αλλά και την πανδημία της ακρίβειας.
Και θα έχει ιδιαίτερη αξία και σημασία, πριν πάμε στα συγκεκριμένα στοιχεία και στα συγκεκριμένα μέτρα, εκεί όπου θα γίνει εμφανής και η διαφορά εκτίμησης της πραγματικότητας ανάμεσα στην αξιωματική αντιπολίτευση και στην κυβέρνηση, θα έχει μια αξία να αναστοχαστούμε αν μπορείς επαναλαμβάνοντας την ίδια συνταγή, επαναλαμβάνοντας το ίδιο σχέδιο να έχεις και να αναμένεις διαφορετικά αποτελέσματα.
Η δική μας εκτίμηση είναι ότι όσες φορές και να επαναλάβεις ένα πείραμα, δεν είναι εύκολο να προσδοκάς διαφορετικό αποτέλεσμα, ιδίως όταν βγαίνει διαρκώς το ίδιο αποτέλεσμα. Άρα εδώ είμαστε μπροστά στην ανάγκη να κουβεντιάσουμε όχι απλά για ένα διαφορετικό σχέδιο, αλλά για την ανάγκη ενός διαφορετικού μοντέλου πάνω στο οποίο θα βασιστεί η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Και δράττομαι της ευκαιρίας να μιλήσω για λίγο για το κρίσιμο θέμα αυτό, καθώς εκτιμώ πως είναι μια συζήτηση που δεν ανοίγει μόνο για τη χώρα. Είναι μια συζήτηση που αφορά τούτη την ώρα την παγκόσμια κοινότητα, η οποία βρίσκεται μπροστά σε πολύ μεγάλες αντιφάσεις, η οποία εξίσου περνά παράλληλες κρίσεις.
Θυμίζω ότι βρισκόμαστε εν μέσω της μεγαλύτερης κρίσης, της κλιματικής κρίσης, που, ακόμη κι όταν ξεπεράσουμε με το καλό την υγειονομική κρίση, θα είναι παρούσα. Και βεβαίως μπροστά στις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης στην οικονομία, σε μια ενεργειακή κρίση που παίρνει τεράστιες διαστάσεις και τη βλέπουμε όλοι πια, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, στην τσέπη μας ιδίως κάθε φορά που βρισκόμαστε μπροστά στους λογαριασμούς του ρεύματος.
Σε αυτό το περιβάλλον, όποιος αντιμετωπίζει τα πράγματα με στοιχειώδη υπευθυνότητα, οφείλει να βάλει στο τραπέζι την ανάγκη μιας νέας οικονομικής πολιτικής, που θα έχει στόχο τη μείωση των ανισοτήτων, την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και μια βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη που θα συμπεριλαμβάνει –γι’ αυτό κι εμείς λέμε ότι θα είναι συμπεριληπτική- τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους, τους αυτοαπασχολούμενους, τους αγρότες.
Εμείς μιλάμε για αλλαγή παραδείγματος και αλλαγή οικονομικού μοντέλου, όχι απλώς για αλλαγή σχεδίου.
Και ποιος θα περίμενε αυτή η συζήτηση να είναι σήμερα τόσο επίκαιρη, επαναλαμβάνω, σε όλο τον κόσμο; Πριν από χρόνια δεν θα το περίμενε κανείς αυτό. Σήμερα όμως συζητείται ένας παγκόσμιος εταιρικός φόρος με στόχο την αύξηση των φορολογικών εσόδων των κρατών και την αποτροπή του παγκόσμιου φορολογικού ανταγωνισμού.
Η Ελλάδα κατά την εκτίμησή μας είναι πολύ μακριά από αυτή τη συζήτηση. Αναμασάει οικονομικές συνταγές του παρελθόντος, τη λογική ότι τα trickle down economics μπορεί να είναι αποτελεσματικά, ενώ αμφισβητούνται από την Ιαπωνία μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Κατά την άποψή μας, χωρίς αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, χωρίς να δώσουμε σημασία στην εγχώρια παραγόμενη αξία, χωρίς βιομηχανική πολιτική, χωρίς να πιστέψουμε στην παραγωγική δυναμική των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, υποτιμώντας διαρκώς την αξία της εργασίας δεν μπορούμε να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα στο άμεσο μέλλον.
Δεν άκουσα τον υπουργό Οικονομικών που ανέβηκε σε αυτό το βήμα λίγο πριν ανέβω εγώ. Έχω όμως την αίσθηση ακούγοντας όλες τις τοποθετήσεις του και τις τοποθετήσεις του πρωθυπουργού, ότι γίνεται μια προσπάθεια –να το πω επιεικώς- ωραιοποίησης της οικονομικής πραγματικότητας την οποία σήμερα βιώνουμε όλοι.
Η κυβέρνηση μιλάει για μια οικονομία που καλπάζει, μιλάει για αύξηση του μέσου εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών κατά 7,4% μέσα σε δυο χρόνια, μιλάει για μείωση φόρων, μείωση ανεργίας για επενδύσεις. Για μια χώρα δηλαδή η οποία θα έπρεπε σήμερα να είναι ευτυχισμένη αν ίσχυαν όλα αυτά. Και κάθε φορά που κορυφώνεται είτε η πανδημική κρίση, είτε η ενεργειακή κρίση, η κρίση της ακρίβειας μιλάει για παροδικά φαινόμενα.
Δυστυχώς, σε ό,τι αφορά την πανδημία, την οικονομία και την ελληνική κοινωνία έχει ήδη διαψευστεί. Εδώ και ενάμιση χρόνο ακούμε για το τέλος της πανδημίας και διαρκώς ολοένα βρισκόμαστε σε κορύφωση πανδημικών κυμάτων.
Ας δούμε όμως λίγο προσεκτικότερα την οικονομία και θα μιλήσω με στοιχεία. Θα μιλήσω με στοιχεία όχι του ΣΥΡΙΖΑ όχι δικά μας, θα μιλήσω με στοιχεία, προβλέψεις, εκτιμήσεις και αξιολογήσεις φορέων και οργανισμών που κατά την άποψή μου δεν μπορούν να αμφισβητηθούν.
Καταρχάς, οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επισημαίνουν ότι στο τέλος του 2021, στο τέλος του έτους δηλαδή, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας θα υπολείπεται κατά περίπου 3 δισ. ευρώ, από αυτό του 2019. Έχουμε ανάπτυξη ή έχουμε ανάκαμψη;
Είχαμε μια πτώση του ΑΕΠ το 2020 9% και έχουμε ένα ισχυρό rebound το 2021. Είναι ευτυχές αυτό. Αν δούμε όμως τη μεγάλη εικόνα, θα δούμε ότι δεν είναι μια εικόνα που αξίζει τον κόπο κανείς να την επικαλείται για να πανηγυρίζει.
Επιπλέον, η πανδημική κρίση έφερε εκ νέου στο προσκήνιο τα δίδυμα ελλείμματα: δημοσιονομικό και εμπορικό ισοζύγιο. Θυμάστε τα ανησυχητικά αυτά δίδυμα ελλείμματα της ελληνικής οικονομίας στις αρχές της δεκαετίας του 2020.
Σύμφωνα με την επισκόπηση για τις μακροοικονομικές ανισορροπίες της Ελλάδας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η πανδημική κρίση ανέστειλε και εν μέρει εξάλειψε τα αποτελέσματα της σκληρής, σκληρότατης για την κοινωνία, τους εργαζόμενους, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις δημοσιονομικής προσαρμογής των προηγούμενων χρόνων.
Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα κοινωνικό μέρισμα, που δυο μέρες πριν ο κ. Σταϊκούρας δεν το είχε εντάξει στον προϋπολογισμό. «Ευχάριστη έκπληξη» είπαμε όλοι και εμείς είπαμε «θα το ψηφίσουμε, αν και υπολείπεται από τις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας.
Η διαφορά δεν είναι μονάχα ότι το 2016, το ’17 και το ’18 εμείς δίναμε τριπλάσιο κοινωνικό μέρισμα από αυτό που δίνει σήμερα η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και τότε μας έλεγε ότι εμείς δίνουμε ψίχουλα ενώ τώρα πανηγυρίζει. Η διαφορά είναι ότι τότε εμείς δίναμε κοινωνικό μέρισμα από την υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας. Σήμερα ο κ. Μητσοτάκης δίνει κοινωνικό μέρισμα από δανεικά, διότι το έλλειμμα είναι στο 7%. Και αυτή είναι μια ειδοποιός διαφορά.
Η ίδια η πρόβλεψη της κυβέρνησης μέσω του κατατεθειμένου προϋπολογισμού προβλέπει, πράγματι, -και είμαστε ευτυχείς κι εμείς γι’ αυτό- σωρευτική ανάπτυξη 11,7% για το ’21 και το ’22. Με την επίδοση αυτή όμως η ελληνική οικονομία στο τέλος του επόμενου χρόνου θα έχει καθαρή αύξηση του ΑΕΠ μόλις 1,7% σε σύγκριση με το ’19. Δηλαδή θα έχει μικρότερο ρυθμό ανάπτυξης από αυτόν που παρέλαβε τον Ιούλιο του ’19 όπου το 2ο τρίμηνο του ’19 είχαμε ρυθμό ανάπτυξης 3,2%.
Και βέβαια αυτό είναι λογικό, θα έλεγε κανείς, αφού είχαμε μια από τις μεγαλύτερες υφέσεις στη διάρκεια της πανδημίας, ενώ ο αναπτυξιακός ρυθμός είχε φρενάρει και πριν εισέλθουμε στη διαδικασία αυτή της έκτακτης ανάγκης και της μείωσης της οικονομίας, του lock down, εννοώ τον Μάρτιο του 2019.
Να σας πάω τώρα στα στοιχεία του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ. Η ακρίβεια, λέει το Ινστιτούτο της ΓΣΕΕ, έχει μειώσει την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού κατά 7,4% τον Οκτώβρη και 10% το Νοέμβρη του ’21. Αυτή είναι η αύξηση εισοδήματος που έχουν δει οι εργαζόμενοι.
Η Ελλάδα, λέει το Ινστιτούτο της ΓΣΕΕ, εξακολουθεί να έχει τον υψηλότερο δείκτη στην ανεργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πανδημία φαίνεται να επιβάρυνε τα πιο νεαρά και άρα τα πιο δυναμικά τμήματα του εργατικού δυναμικού. Συγκεκριμένα, το 2ο τρίμηνο του ’21 οι ηλικιακές ομάδες που υπέστησαν τη μεγαλύτερη μείωση απασχόλησης συγκριτικά με το 2ο τρίμηνο του ’19 ήταν αυτές μεταξύ 20 και 44 χρόνων.
Εάν συνυπολογιστεί το κόστος διαβίωσης και το κόστος επιβάρυνσης από το ενοίκιο, τους τόκους ενυπόθηκου δανείου, ή το κόστος συντήρησης της οικίας, τότε, λέει το Ινστιτούτο της ΓΣΕΕ, συμπεραίνουμε ότι μεγάλο μέρος του μέσου νοικοκυριού εισέρχεται στη λεγόμενη «ζώνη υλικής αποστέρησης».
Και σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων, το ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ, τα αποθέματά μας των ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 15,7% μετά την πολύ σημαντική ανάκαμψη που είχε συντελεστεί κατά την περίοδο 2015-2019. Η πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων κατέγραψε σοβαρή μείωση του κύκλου εργασιών κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Το 2020 σε σύγκριση με το 2019 συντελέστηκε πλήρης ανατροπή στη κερδοφορία των επιχειρήσεων. Σχεδόν διπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν ζημιές (47,8% το ‘20 έναντι 27,6% το ‘19) και υποδιπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν κέρδη (27,3% το ‘20 από 55,2% το ‘19).
Ας αναρωτηθούμε λοιπόν τελικά ποιους αφορούν και ποιοι ωφελήθηκαν από τις μειώσεις των φορολογικών συντελεστών των κερδών των επιχειρήσεων και των μερισμάτων. Η συντριπτική πλειοψηφία των εκπροσώπων των Επιμελητηρίων, των μελών σας, των επιχειρήσεων που είναι στα Μητρώα σας, δεν επωφελήθηκαν δυστυχώς γιατί δεν είχαν κέρδη.
Και όλα αυτά τα στοιχεία τα οποία σας παρέθεσα και από το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ και από ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ, είναι στοιχεία που δεν αφορούν το τελευταίο τρίμηνο που βρισκόμαστε μπροστά στην κορύφωση της ενεργειακής κρίσης και του κύματος της ακρίβειας. Πολύ φοβάμαι όχι στην κορύφωση, η κορύφωση έρχεται τους πρώτους μήνες του 2022.
Αλλά υπάρχουν κι άλλες «επιδόσεις» της κυβέρνησης που θα άξιζε τον κόπο να αναφερθεί κανείς για να διαπιστώσει ότι ορισμένες φορές πρέπει να δει κι άλλους αριθμούς κανείς για να αποτυπώσει την πραγματική εικόνα της ελληνικής οικονομίας.
Πέρα από κάθε δημοσιονομική, οικονομική και αναπτυξιακή λογική, η “φιλοπενδυτική” κυβέρνηση πάγωσε τις πληρωμές του ΕΣΠΑ. Τις πληρωμές δηλαδή που κατά το μεγαλύτερο μέρος τους είναι ευρωπαϊκοί πόροι.
Χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ανάδοχοι κατασκευαστές, αγρότες, αυτοπασχολούμενοι παραμένουν απλήρωτοι. Γεγονός πρωτοφανές που θέτει σε κίνδυνο εκατοντάδες έργα σε όλη την Ελλάδα, σε κίνδυνο τις μισθοδοσίες χιλιάδων εργαζόμενων, αλλά και την βιωσιμότητα χιλιάδων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
Και σε ό,τι αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης, τη μεγάλη ελπίδα για την επόμενη περίοδο, την επόμενη επταετία. Οι πραγματικές δαπάνες τελικά για το 2021 δεν αναμένεται να ξεπεράσουν τα 150 εκατομμύρια.
Θυμάστε πέρσι τέτοιο καιρό, στον προϋπολογισμό η κυβέρνηση υποστήριζε ότι θα έχουμε την απορρόφηση και την εκταμίευση μέσα στο 2021 2,6 δισ. ευρώ. Το αποτύπωνε στο σχέδιο του προϋπολογισμού. Τον Ιούνιο, στο σχέδιο του μεσοπροθέσμου αναθεώρησε τον στόχο αυτό στο 1,6 δισ. ευρώ. Και ποια είναι η απορροφητικότητα σήμερα; Με βία, 150 εκατομμύρια στο μεγάλο στοίχημα της επόμενης μέρας.
Το κυριότερο θέμα όμως με το Ταμείο Ανάκαμψης είναι άλλο. Όχι πως η απορροφητικότητα δεν θα είναι ένα μεγάλο στοίχημα της επόμενης περιόδου, αλλά κατά την άποψή μας το μεγάλο θέμα είναι άλλο: είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι από εσάς που παρακολουθείτε αυτή την εκδήλωση σήμερα, έχετε αποκλειστεί από τα 12,7 δισ. δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης που έχει στόχο η κυβέρνηση να πάνε στην πραγματική οικονομία, αλλά όχι μόνο από τα δάνεια και τις σχετικές επιχορηγήσεις.
Έχετε αποκλειστεί, εξαιτίας των επιλογών της κυβέρνησης. Έχετε αποκλειστεί όμως και από τις τράπεζες και το ξέρετε πάρα πολύ καλά αυτό. Διότι δυστυχώς σήμερα –κι αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας μετά την έξοδο από τα μνημόνια- οι τράπεζες δεν παίζουν τον πραγματικό ρόλο που θα έπρεπε να παίζουν σε μια οικονομία υγιή: να χρηματοδοτούν αυτούς που είναι έτοιμοι να αναλάβουν ρίσκο.
Η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων που είναι εγγεγραμμένοι στα Επιμελητήρια σας δεν μπορεί να περάσει ούτε έξω από τα γκισέ των συστημικών τραπεζών. Για να πάρεις δάνειο σήμερα πρέπει να αποδείξεις ότι δεν έχεις ανάγκη το δάνειο! Και αυτό είναι ένα κρίσιμο ζήτημα.
Με δυο λόγια, φίλες και φίλοι, αυτό το οποίο θέλω να ισχυριστώ είναι πρώτον ότι η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική από αυτήν της ωραιοποίησης, των υψηλών πράγματι ρυθμών ανάκαμψης, θα πω εγώ, του rebound που έχει η ελληνική οικονομία από μια βαθιά ύφεση που είχε την προηγούμενη χρονιά. Και δεύτερον, ότι οι επιλογές της κυβέρνησης, που είναι κολλημένες στην ίδια συνταγή που μας οδήγησε παλαιότερα σε μεγάλες κρίσεις, οδηγούν σε έναν δυισμό την οικονομία.
Από τη μία οι μεγάλες εισηγμένες εταιρείες παρουσιάζουν πράγματι βελτιωμένες επιδόσεις ακόμα και σε σύγκριση με το ’19. Από την άλλη το μεγαλύτερο τμήμα των μικρών επιχειρήσεων αντιμετωπίζει μια κατάσταση χαμηλής έως ανύπαρκτης ρευστότητας και υπερχρέωσης με κίνδυνο ακόμη τη διακοπή των εργασιών τους. Και οι ανισότητες όχι απλά δεν μειώνονται, αλλά διευρύνονται σε όλα τα επίπεδα.
Το πρόβλημα της χώρας και κατά την προηγούμενη κρίση -θα μου επιτρέψετε να πω όσο κι αν σας φαίνεται υπερβολικό αυτό που θα ακούσετε- δεν ήταν πρώτα και κύρια δημοσιονομικό, αλλά ήταν αναπτυξιακό. Επικράτησε επί δεκαετίες ένα μοντέλο εσωστρεφές, στηριγμένο στην ανάπτυξη κάποιων παραδοσιακών τομέων με ισχυρά πλεονεκτήματα (της ναυτιλίας, του τουρισμού και των κατασκευών) και στην ψευδαίσθηση της περιόδου, πριν από την κρίση του 2009, ότι τα μεγάλα έργα, η πιο εσωστρεφής οικονομία, και η κατανάλωση μαζί με τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις διασφαλίζουν τη ροή διεθνών πόρων στην οικονομία και μπορούν να στηρίξουν μια γρήγορη, αλλά και βιώσιμη ανάπτυξη.
Αποδείχθηκε ότι όλος αυτός ο σχεδιασμός στηρίζονταν σε πύλινα πόδια. Και σήμερα στο ίδιο μοντέλο επενδύει η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη. Επαναλαμβάνω: πώς είναι δυνατό να περιμένεις άλλο αποτέλεσμα εφαρμόζοντας διαρκώς την ίδια συνταγή;
Χρειάζεται μια δομική αλλαγή, χρειάζεται ένα νέο μοντέλο. Ένα μοντέλο διατηρήσιμο στον χρόνο, άρα με σοβαρή δημοσιονομική διαχείριση. Όχι με φοροαπαλλαγές για λίγους και με δώρα σε φίλους και κολλητούς, αλλά με ισορροπημένη χρήση του δημοσιονομικού χώρου, στην κατεύθυνση πραγματικής στήριξης της ανθεκτικότητας της οικονομίας και της αναπτυξιακής διαδικασίας.
Χρειάζεται ένα μοντέλο που θα στοχεύει στην βιώσιμη αύξηση του ΑΕΠ και επομένως σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας με αντίστοιχο περιβαλλοντικό, αλλά και κοινωνικό αποτύπωμα. Που θα στηρίζεται στην αξία του ανθρώπινου κεφαλαίου και ιδίως των υψηλά καταρτισμένων νέων ατόμων και άρα θα τους ανταμείβει ανάλογα, θα τους δίνει προοπτική για να μένουν στη χώρα, που θα στοχεύει στην δημιουργία εγχώριας παραγόμενης αξίας, θα στηρίζει την αύξηση της εγχώριας παραγωγής. Δεν πρέπει να επαναληφθεί το λάθος του παρελθόντος, οι ευρωπαϊκοί πόροι να κατευθυνθούν σχεδόν εξ ολοκλήρου για να αυξήσουμε τις εισαγωγές, αλλά την εγχώρια παραγωγή.
Ένα μοντέλο που θα έχει σοβαρές τομεακές πολιτικές, βιομηχανική πολιτική, που θα έχει περιφερειακή διάσταση θα ενισχύει την Περιφέρεια, που θα θεωρεί ισότιμους εταίρους τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους, θα τους στηρίξει με στόχο να ενδυναμωθούν και να προχωρήσουν, οργανώνοντας τη συνεργασία και τις συνέργειες μεταξύ τους, αλλά όχι σε μια διαδικασία αναγκαστικών συγχωνεύσεων που θα οδηγήσουν σε λουκέτο χιλιάδες.
Ένα μοντέλο που θα στηρίζεται σε ένα σοβαρό κράτος και μια ισοβαρή και ισότιμη σχέση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού, όπου το δημόσιο όμως θα δίνει την κατεύθυνση και η ιδιωτική σφαίρα θα απελευθερώσει τη δυναμική της με υπεύθυνο τρόπο και απλούς κανόνες που θα γίνονται σεβαστοί.
Ένα μοντέλο πλουραλιστικό όπου νέα παραγωγικά υποκείμενα με καινοτόμες μεθοδολογίες θα ενθαρρυνθούν να δράσουν στην κοινωνική οικονομία, στο επιχειρείν, στις δημόσιες επιχειρήσεις.
Φίλες και φίλοι, με την ευκαιρία της σημερινής μου παρέμβασης επιτρέψτε μου και δυο ακόμη σκέψεις εκτός όσων είχα ετοιμάσει να σας πω και μου κέντρισε το ενδιαφέρον να τις καταθέσω, όπως είπα η παρουσία του Υπουργού Οικονομικών, στη σημερινή σας συζήτηση και η τοποθέτησή του λίγο πριν.
Σας μίλησα για τη διαρκή αναθεώρηση των στόχων απορροφητικότητας του Ταμείου Ανάκαμψης μέσα στο 2021 και εξ αυτού του λόγου αναφέρθηκα στο μεσοπρόθεσμο το οποίο ψηφίστηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία το προηγούμενο καλοκαίρι, τον Ιούνιο αν δεν κάνω λάθος.
Θα ήθελα να σας θυμίσω ότι το σημαντικότερο πρόβλημα αυτού του μεσοπρόθεσμου δεν είναι ότι προέβλεπε 1,6 δισ. απορρόφηση κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης ενώ έχουμε ούτε το 1/10 καταφέρει να απορροφήσουμε. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι οι ίδιοι οι δημοσιονομικοί στόχοι στους οποίους δεσμεύτηκε η κυβέρνηση, η κυβερνητική πλειοψηφία.
Το έλλειμμα με βάση τα στοιχεία του προϋπολογισμού σήμερα, όπως είπα πιο πριν, κυμαίνεται στο 7%. Και ο στόχος της κυβέρνησης, στον οποίο έχει δεσμευτεί απέναντι στους εταίρους και έχει ψηφίσει στη Βουλή, είναι το έλλειμμα αυτό μέσα στο 2022 με έναν μαγικό τρόπο να φτάσει στο 1% και το 2023 να γίνει πλεόνασμα 2%.
Μιλάμε δηλαδή για μια δημοσιονομική προσαρμογή τα επόμενα δυο χρόνια, 9%. Πώς ζητάτε, κύριε Χατζηθεοδοσίου, εδώ να γίνουν μη επιστρεπτέες οι επιστρεπτέες προκαταβολές; Πώς ζητάτε να υπάρξει το επόμενο διάστημα στήριξη στις επιχειρήσεις που θα βλέπουν τους λογαριασμούς του ρεύματος να έρχονται με ρήτρα αναπροσαρμογής διπλάσια, από την αξία της τιμής του ρεύματος; Αυτές είναι οι δεσμεύσεις το επόμενο διάστημα.
Για να το πω πιο απλά, για να μη μιλάμε με ποσοστά, η δέσμευση στο μεσοπρόθεσμο της χώρας μας έναντι των εταίρων μας είναι στο τέλος του 2022 να έχουμε μειώσει το έλλειμμα κατά 11 δισ. ευρώ. Πώς θα γίνει αυτό; Πώς θα μπορούσε και θα μπορεί το επόμενο διάστημα να στηρίξει τους αδύναμους, να δίνει πραγματικό κοινωνικό μέρισμα;
Κατά την άποψή μας, και εδώ είναι ένα κρίσιμο ζήτημα η χώρα πρέπει να διεκδικήσει σήμερα –χτες, θα έλεγα εγώ- άμεσα την αναθεώρηση αυτών των στόχων. Έχει ανοίξει σε ευρωπαϊκό επίπεδο η συζήτηση για το πού θα προσγειωθεί η ευρωπαϊκή οικονομία μετά το πανδημικό σοκ. Και βλέπουμε διαρκώς ότι η πανδημία δεν ήταν μια πρόσκαιρη υπόθεση έξι μηνών, ότι ακόμη κι αν αποφύγουμε –που το εύχομαι- τα lock down το επόμενο διάστημα, η αύξηση των κρουσμάτων δημιουργεί μια ψυχολογία στην αγορά. Θα έχουμε ξανά μια μείωση της ενεργού ζήτησης.
Άρα, δεν μπορεί να βαδίζουμε με αυτούς τους στόχους και αυτά τα νούμερα. Και δεν μπορούμε να κοροϊδεύουμε κιόλας την ελληνική κοινωνία ότι δήθεν αυτή η αναπτυξιακή έκρηξη θα μπορέσει να καλύψει αυτή την πρωτοφανή δέσμευση για δημοσιονομική προσαρμογή 9 μονάδων μέσα σε δυο χρόνια.
Και εδώ εγώ να πω για άλλη μια φορά ότι εφόσον αυτός είναι ένας εθνικός στόχος, να βάλουμε όλοι μαζί πλάτη σε αυτή τη διεκδίκηση που θα αφορά τη δυνατότητα το επόμενο διάστημα να υπάρξουν ουσιαστικές παροχές και ουσιαστική στήριξη στους αδύναμους και στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.
Για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε σε μέτρα αναγκαία για την ουσιαστική χρηματοδότηση των λογαριασμών στο ρεύμα που θα έρθουν το επόμενο διάστημα στις επιχειρήσεις 150% πάνω. Για να επιβληθεί να θεσμοθετηθεί η αναγκαία αναστολή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα χαμηλότερα επίπεδα που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο διαρκεί αυτή η τρομακτική ενεργειακή κρίση που θα σήμαινε φτηνότερο κόστος στο πετρέλαιο στην ενέργεια για την κίνηση, στο πετρέλαιο κίνησης, στο πετρέλαιο θέρμανσης.
Αν ακολουθούσαμε αυτό που έκανε η Ισπανία, για παράδειγμα, και μειώναμε στα κατώτερα επιτρεπτά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ποσοστά τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, αυτό θα σήμαινε για κάθε φορά που γεμίζουμε το ρεζερβουάρ 25 ευρώ λιγότερα, θα σήμαινε τουλάχιστον 1.000 ευρώ λιγότερα για ένα μέσο νοικοκυριό για τη θέρμανση, 2.000 ευρώ λιγότερα για μια μέση αγροτική καλλιέργεια. Θα ήταν ανάσα.
Όπως επίσης, μόνο αν υπάρξει μια τέτοιου είδους διεκδίκηση θα ήταν εφικτό να γίνει πράξη αυτό που δικαίως ζητά ο κ. Χατζηθεοδοσίου και ο κ. Καβαθάς, οι επιστρεπτέες προκαταβολές -εγώ δεν λέω στο σύνολό τους, αλλά σε ένα μεγάλο μέρος- δεν θα μπορέσουν να επιστραφούν. Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος!
Και βεβαίως, και κλείνω με αυτό, η διαγραφή μέρους του χρέους που δημιουργήθηκε την περίοδο της πανδημίας και η αποπληρωμή του υπόλοιπου σε δόσεις μακρού χρονικού ορίζοντα, είναι επίσης ένα δίκαιο αίτημα το οποίο καταθέτει μετ’ επιτάσεως όλο το προηγούμενο διάστημα ο κλάδος σας και κακώς κατά την άποψή μου δεν υιοθετεί η κυβέρνηση. Διότι το δημοσιονομικό κόστος στο τέλος της ημέρας θα είναι μικρότερο από αυτό που θα έχουμε, αν οδηγηθούμε σε χιλιάδες λουκέτα το επόμενο διάστημα. Εκεί δεν θα πάρεις πραγματικά τίποτα.
Πιστεύω ότι είναι η ώρα να δούμε σοβαρά αυτό το μέτρο αυτή την πρόταση καθώς δεν υφίσταται ζήτημα ηθικού κινδύνου, καθ’ ότι όλοι οι επιχειρηματίες και όλες οι επιχειρήσεις που έκλεισαν την περίοδο των lock down δεν έκλεισαν επειδή πήραν ρίσκο, έκλεισαν επειδή τους επέβαλλε το κράτος να κλείσουν.
Με αυτές τις σκέψεις, θα ήθελα να σας ευχηθώ καλή δύναμη. Θα τη χρειαστείτε και θα τη χρειαστούμε όλοι το επόμενο διάστημα. Και αντοχές για να μπορέσουμε να σταθούμε όρθιοι και κυρίως βούληση να προχωρήσουμε σε τομές. Δεν έχει κανένα νόημα να ωραιοποιούμε μια πραγματικότητα η οποία είναι δυσμενέστατη.
Έχει πολύ μεγάλο νόημα να συζητήσουμε επί της ουσίας όχι μόνο για τα του επόμενου μήνα, αλλά για τα επόμενα χρόνια την επόμενη δεκαετία, θα έλεγα εγώ. Άρα, χρειάζεται άλλο μοντέλο παραγωγικό, που θα στηρίξει τη μικρομεσαία επιχείρηση και θα στηρίξει, φυσικά, και τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας.
Και χρειάζεται σήμερα να αναληφθούν δράσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο ούτως ώστε να είναι σε θέση η οποιαδήποτε κυβέρνηση την επόμενη μέρα να στηρίξει την πραγματική οικονομία. Γιατί σήμερα, δυστυχώς, είναι μόνο σε θέση να ωραιοποιεί μια πραγματικότητα που όλοι γνωρίζουμε ότι είναι δυσμενής.
Σας ευχαριστώ.