Θέλω να ευχαριστήσω όλους και όλες όσοι βρίσκεστε σήμερα εδώ στο Βερολίνο, είναι μεγάλη χαρά που βρίσκομαι εδώ απέναντί σας, να ευχαριστήσω και τους οικοδεσπότες μας του Die Linke που μας φιλοξενούν εδώ στο Ίδρυμα «Ρόζα Λούξεμπουργκ» σε αυτό το πολύ όμορφο κτίριο. Και να πω ότι είναι ιδιαίτερη η χαρά μου να βρίσκομαι απέναντί σας στο Βερολίνο σε μια κρίσιμη προεκλογική περίοδο για την Ελλάδα, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που έρχομαι στο Βερολίνο. Έχω έρθει αρκετές φορές, εννοώ με πολιτική ιδιότητα, όχι ως επισκέπτης.
Και ας μου επιτρέψετε να κάνω μια αναδρομή σε προηγούμενες επισκέψεις μου εδώ. Την πρώτη φορά που ήρθα ως πρωθυπουργός στο Βερολίνο ήταν το 2015, σε μια πολύ δύσκολη στιγμή για την Ελλάδα. Όλα τα φώτα της δημοσιότητας όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη Γερμανία και σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, ήταν στραμμένα πάνω σε εκείνη την επίσκεψη, σε εκείνη τη συνάντηση. Θυμάμαι είχε δημιουργήσει και πολύ μεγάλη ένταση η παρουσία μου εδώ. Υπήρχαν πολίτες οι οποίοι διαδήλωναν έξω από το ξενοδοχείο υπέρ της Ελλάδας, της παρουσίας μου, και άλλοι πολίτες, συντηρητικοί μάλλον οι οποίοι ήταν θυμωμένοι με την παρουσία μου.
Ήταν μια δύσκολη στιγμή για την Ελλάδα, ήρθα εδώ ως εκπρόσωπος μιας χώρας που είχε χάσει το ¼ του ΑΕΠ, του εθνικού της πλούτου, μέσα σε λίγα χρόνια. Ήταν μια χώρα βαθιά μέσα στη χρεοκοπία, με την οικονομία της να καταρρέει, την ανεργία να έχει φτάσει στο 30% -για τους νέους ανθρώπους πολύ πιο υψηλή ανεργία- και με ένα πρόγραμμα λιτότητας το οποίο ήταν αδιέξοδο και αποδείχθηκε το αδιέξοδο.
Θυμήθηκα επίσης ότι είχα έρθει και το ’16 όταν η Ελλάδα εκτός από την οικονομική χρεοκοπία και τις τρομακτικές δυσκολίες τις δημοσιονομικές, είχε να αντιμετωπίσει και μια τρομακτική προσφυγική κρίση με τις μεγαλύτερες προσφυγικές ροές που αντιμετώπισε ποτέ η Ευρώπη μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, να περνάνε μέσα από τα ελληνικά νησιά.
Και βεβαίως αυτή ήταν η δύσκολη περίοδος του ’15-’16 αλλά ως πρωθυπουργός επισκέφθηκα αυτή εδώ την πόλη, το Βερολίνο και το 2018 και το 2019 σε δυο τελείως διαφορετικές περιόδους.
Το 2018 όταν επισκέφθηκα εδώ την Καγκελαρία ήμουν πια πρωθυπουργός μιας χώρας που είχε αρχίσει, είχε καταφέρει να ανταπεξέλθει, να σταθεί στα πόδια της, είχε αναδιαρθρώσει το χρέος της, είχε καταφέρει να μειώσει την ανεργία μέσα σε 3-3,5 χρόνια κατά 10%, είχε καταφέρει να μετατρέψει το ασφαλιστικό της σύστημα σε βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα. Κυρίως όμως τα κατάφερε όλα αυτά, να εξασφαλίσει δηλαδή μια δημοσιονομική ισορροπία κρατώντας και τους πιο ευάλωτους, τους πιο αδύναμους συμπολίτες μας εντός της οικονομικής πραγματικότητας, της οικονομικής ζωής, κρατώντας γενικά θα έλεγα την ελληνική κοινωνία όρθια.
Οι προσφυγικές ροές ήταν σε έλεγχο, σε συνεργασία βεβαίως και με τους Ευρωπαίους εταίρους μας αλλά και με την Τουρκία και βεβαίως έχοντας όμως εξασφαλίσει τα εύσημα σημαντικών παγκόσμιων ηγετών, όπως του Μπάρακ Ομπάμα ή του Πάπα Φραγκίσκου ότι οι Έλληνες δίδαξαν σε όλη την υφήλιο, ο ελληνικός λαός δίδαξε σε όλη την υφήλιο τι σημαίνει ανθρωπιά και πως μπορεί να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Θυμάμαι επίσης ότι το 2019 επισκέφθηκα για τελευταία φορά ως πρωθυπουργός το Βερολίνο, κουβαλώντας στις αποσκευές μου το μήνυμα ότι είναι εφικτό να λύνεις χρόνιες διεθνείς διαφορές ειρηνικά και με αμοιβαία αποδεκτό τρόπο με τους γείτονες σου. Και είναι εφικτό ακόμη και σε μια περιοχή όπως τα Βαλκάνια, που χαρακτηρίζονται ως η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπη, τα Βαλκάνια από όπου τόσοι πόλεμοι άρχισαν ανά τους αιώνες.
Και τότε, μαζί με τον πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας, τον Ζόραν Ζάεφ, με τη Συμφωνία των Πρεσπών, δώσαμε, πιστεύω, ένα πολύ σημαντικό μήνυμα όχι μόνο σε όλα τα Βαλκάνια αλλά σε όλη την Ευρώπη και πέρα από αυτήν, ότι οι προοδευτικές δυνάμεις μπορούν να δώσουν τις λύσεις που χρειαζόμαστε για την ειρήνη και τη σταθερότητα. Με μια συμφωνία που ξεπάγωσε την ευρωπαϊκή προοπτική των δυτικών Βαλκανίων, που μέχρι τότε βυθίζονταν από κρίση σε κρίση, με την επιρροή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εξαφανίζεται στην περιοχή, προς όφελος άλλων, τρίτων δυνάμεων. Και αναρωτιέμαι πού θα βρισκόμασταν σήμερα στα Βαλκάνια, πώς θα ήταν σήμερα τα Βαλκάνια, αν πριν πέντε χρόνια δεν είχε υπάρξει αυτή η Συμφωνία.
Έκανα αυτή την αναδρομή στις επισκέψεις μου στο Βερολίνο αυτή τη δύσκολη περίοδο για την Ευρώπη αλλά και για την Ελλάδα ως πρωθυπουργός, για να καταλήξω στο ότι σήμερα έρχομαι εδώ όχι με την ιδιότητα του πρωθυπουργού, αλλά με αυτή του επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έχοντας μπροστά μια δύσκολη εκλογική αναμέτρηση.
Αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω ότι αυτή η εμπειρία, η συσσωρευμένη εμπειρία από αυτή τη δύσκολη περίοδο, αλλά μια περίοδο που, πιστεύω, καταφέραμε να ξανακάνουμε την Ελλάδα μια κανονική χώρα, καταφέραμε να δείξουμε ότι μπορεί μια προοδευτική κυβέρνηση να είναι διαφορετική από τις συντηρητικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι υπάρχει ένα σφιχτό δημοσιονομικό πλαίσιο, καταφέραμε δηλαδή πάρα πολλά και βέβαια σε μια περίοδο που δεν είχαμε την ευχέρεια να κυβερνήσουμε δίχως καταναγκασμούς, να εφαρμόσουμε πλήρως το πρόγραμμά μας.
Εντούτοις, καταφέραμε να κάνουμε τη χώρα μια κανονική χώρα. Και γι’ αυτό μπορώ να πω σήμερα ότι αισθάνομαι περήφανος, αισθανόμαστε περήφανοι. Γιατί ήμασταν ίσως η μόνη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης, που αυτό που αφήσαμε πίσω μας ήταν τέτοιο που δεν μπορούσε η επόμενη κυβέρνηση να πει αυτό που λένε συνήθως στην Ελλάδα. Κάθε φορά που αλλάζουν οι κυβερνήσεις, η κυβέρνηση που αναλαμβάνει λέει «παραλάβαμε χάος». Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη δεν είχε τη δυνατότητα να το πει αυτό, το αντίθετο. Η χώρα που αφήσαμε στους διαδόχους μας το 2019 θα έλεγα ότι δεν είχε καμία σχέση με τη χώρα, την υπό κατάρρευση χώρα που μας παρέδωσαν το 2015.
Σήμερα έρχομαι στο Βερολίνο ως επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης μπροστά σε μια ενδιαφέρουσα και αμφίρροπη εκλογική μάχη. Οι προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας είναι εξίσου σοβαρές, αλλά είναι πολύ διαφορετικές και είναι προκλήσεις που αφορούν προφανώς την Ελλάδα αλλά με μια ευρεία έννοια θα έλεγα ότι είναι προκλήσεις που αφορούν την Ευρώπη συνολικά.
Σήμερα η Ελλάδα καλείται να αφήσει πίσω της τις πολιτικές που οδήγησαν στη χρεοκοπία δυο φορές και το ’09 και το ’15, δηλαδή καλείται να αφήσει πίσω της τη λογική του πελατειακού κράτους και της διαφθοράς στη διακυβέρνηση. Καλείται να αφήσει πίσω της πολιτικές που διευρύνουν τις ανισότητες, με μια τεράστια αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου από τους αδύναμους και τη μεσαία τάξη προς λίγους και ισχυρούς.
Σήμερα η Ελλάδα καλείται να αφήσει πίσω της μια περίοδο όπου το κράτος δικαίου και η δημοκρατία δυστυχώς κακοποιήθηκαν με βάναυσο τρόπο, στη χώρα που γέννησε τη δημοκρατία. Αυτά τα τέσσερα χρόνια η δημοκρατία και το κράτος δικαίου κακοποιήθηκαν από μια κυβέρνηση που παρακολουθούσε το μισό πολιτικό σύστημα, και από μια κυβέρνηση που δεν έδειξε κανένα σεβασμό στην ελευθεροτυπία και στον πλουραλισμό της ενημέρωσης.
Σε αυτές τις εκλογές που για πρώτη φορά θα γίνουν με ένα σύστημα ισοτιμίας της ψήφου, οι Έλληνες πολίτες και ορισμένοι Έλληνες όμως ομογενείς Έλληνες πολίτες που ζείτε στη Γερμανία -δυστυχώς όχι όλοι, διότι ο νόμος που ψηφίστηκε τελικά είναι ένας νόμος πολύ περίπλοκος και δεν δίνει τη δυνατότητα στους ομογενείς να έχουν τη δυνατότητα να ψηφίσουν, αλλά μονάχα σε αυτούς που εδώ και 35 χρόνια ζουν εδώ αλλά έχουν τουλάχιστον πέντε χρόνια συνεχόμενα στην Ελλάδα, αλλά θα υπάρξει ένας αριθμός ομογενών που θα ψηφίσουν-, οι Έλληνες πολίτες λοιπόν καλούνται σε αυτές τις εκλογές, που για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση θα γίνουν με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής δηλαδή της ισοτιμίας της ψήφου, οι συσχετισμοί δύναμης στις εκλογές θα αντιστοιχούν με τους συσχετισμούς δύναμης μέσα στο Κοινοβούλιο για πρώτη φορά, οι Έλληνες πολίτες λοιπόν καλούνται να επιλέξουν ποια συμμαχική κυβέρνηση επιθυμούν να τους κυβερνήσει. Όπως ακριβώς συμβαίνει σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες εδώ και πάρα πολλά και στη Γερμανία. Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να μιλάμε για αυτοδύναμες κυβερνήσεις, να βαφτίζουμε αυτοδύναμες κυβερνήσεις, κυβερνήσεις που είναι μειοψηφικές στην κοινωνία και στο εκλεκτορικό Σώμα.
Τώρα, για πρώτη φορά θα έχουμε τη δυνατότητα να έχουμε μια κυβέρνηση συμμαχική, η οποία δεν θα είναι μειοψηφική. Θα είναι πλειοψηφική στην ελληνική κοινωνία/ Κι αυτό πιστεύω ότι από μόνο του θα είναι μια νέα μεγάλη αλλαγή για τη χώρα, αν επιτευχθεί.
Η νέα διακυβέρνηση, το νέο σύστημα διακυβέρνησης στην Ελλάδα θα είναι μια μεγάλη αλλαγή. Οι πολιτικοί μας αντίπαλοι, το συντηρητικό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας κυρίως, το κυβερνών κόμμα κινδυνολογεί, λέει ότι «αυτό είναι αστάθεια», λέει ότι «αυτό θα φέρει αβεβαιότητα». Στην πραγματικότητα όμως η αβεβαιότητα και η αστάθεια είναι οι ίδιοι και όχι η προοπτική κυβερνήσεων συνεργασίας.
Διότι αυτοδύναμες ήταν οι κυβερνήσεις που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία. Αυτοδύναμες ήταν οι κυβερνήσεις που έχτισαν αυτό το πελατειακό κράτος, το αναξιοκρατικό κράτος για το οποίο ιδίως εσείς που ζείτε στο εξωτερικό πολλές φορές ντρέπεστε που είμαστε τόσο πίσω σε πράγματα αυτονόητα. Σίγουρα κι εδώ υπάρχουν προβλήματα… και τεχνικά προβλήματα όπως είδαμε πιο πριν! Αλλά δεν υπάρχει αυτή η ασυδοσία του κομματικού, πελατειακού, αναξιοκρατικού κράτους που υπάρχει στην Ελλάδα. Οι αντίπαλοί μας λοιπόν κινδυνολογούν. Αλλά απέναντι σε αυτή την κινδυνολογία, εγώ θα ήθελα να φέρω το παράδειγμα πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων προγραμματικής συνεργασίας, που είναι συνώνυμο της σταθερότητας.
Το κόμμα που θα κερδίσει, το κόμμα που θα έρθει πρώτο στις εκλογές της 21ης Μάη στην Ελλάδα, στις εκλογές με την απλή αναλογική θα είναι αυτό το οποίο θα έχει την πολιτική αλλά και την ηθική νομιμοποίηση να δημιουργήσει συμμαχίες σε προγραμματική βάση, να αναζητήσει συμμαχίες σε προγραμματική βάση για να έχουμε μια κυβέρνηση σταθερή.
Η Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη αυτό το αρνείται. Το αρνείται και λέει ότι «ακόμη κι αν έρθει πρώτη, δεν θα αξιοποιήσει αυτή τη δυνατότητα», θα οδηγήσει τη χώρα σε επαναληπτικές εκλογές μέχρις ότου βγει αυτοδύναμη κυβέρνηση του ενός κόμματος. Ή αν δεν βγει, θα πάει και σε τρίτες εκλογές. Να λοιπόν η αστάθεια. Αυτό δεν είναι σταθερότητα, αυτή είναι η αβεβαιότητα και η αστάθεια.
Από την άλλη, εμείς λέμε ότι είμαστε έτοιμοι, αν έρθουμε πρώτοι στις εκλογές της 21ης του Μάη, να σχηματίσουμε την επόμενη ημέρα μια κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας. Μια κυβέρνηση που θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις μεγάλες προκλήσεις που όλοι γνωρίζουμε.
Και λέμε το αυτονόητο: ότι αυτό μπορεί να συμβεί αν και μόνο αν ηττηθεί η αλαζονική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, που έχει οδηγήσει την χώρα και την ελληνική κοινωνία σε μεγάλα αδιέξοδα, που δεν θέλει συνεργασίες. Και για να ηττηθεί αυτή η κυβέρνηση και αυτό το κόμμα, πρέπει να κινήσει ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία. Διότι όλες οι μετρήσεις πια δείχνουν ότι θα είναι μια αμφίρροπη αναμέτρηση, που ή ο ένας θα έρθει πρώτος ή ο άλλος.
Επίσης, θέλω να επισημάνω ότι δεν είναι ένα καπρίτσιο, δεν είναι μια εμμονή δική μας που λέμε ότι αυτό θα συμβεί μονάχα αν έρθει πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε το λέμε για να ψηφοθηρήσουμε. Το λένε τα μαθηματικά, τα απλά μαθηματικά. Δεν θα μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση αν δεν συμμετέχει σε αυτή το πρώτο κόμμα. Και το λέει και η πολιτική λογική και η πολιτική ηθική. Και το λέει και ο εκπρόσωπος του τρίτου κόμματός σήμερα, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, οι οποίοι εκπρόσωποι ούτε λίγο ούτε πολύ δηλώνουν ότι θα είναι ανοιχτοί να συνεργαστούν με το κόμμα το οποίο θα κερδίσει τις εκλογές.
Άρα, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, και μάλιστα με ευρεία διαφορά στις εκλογές, θα ανοίξει τον δρόμο για προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας, όχι για δεύτερες και τρίτες κάλπες, αλλά και μια κυβέρνηση συνεργασίας η οποία, επαναλαμβάνω, θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις μεγάλες προκλήσεις που έχει σήμερα η χώρα μπροστά της.
- Την ενεργειακή αλλά και την κλιματική κρίση.
- Την κρίση της ακρίβειας αλλά και της τρομακτικής διεύρυνσης των ανισοτήτων.
Στην Ελλάδα, η μεγάλη πλειοψηφία των νοικοκυριών έχει χάσει από 30 έως 40% της αγοραστικής της δύναμης μέσα σε ενάμιση χρόνο. Δεν είναι υπερβολή ότι δυσκολεύονται τα νοικοκυριά να τα βγάλουν πέρα και την τρίτη εβδομάδα του μήνα, σώνεται το εισόδημα.
Την ίδια στιγμή, όμως, μόλις 15 μεγάλες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεις, έχουν ρεκόρ κερδοφορίας της τελευταίας εικοσαετίας με πάνω από 1 δισ. κέρδη η κάθε μία. Την ίδια στιγμή που ο κόσμος δεν έχει να πληρώσει τον λογαριασμό του ρεύματος, η Δημόσια Επιχείρηση -κατ’ όνομα δημόσια, διότι ιδιωτικοποιήθηκε λίγο πριν την ενεργειακή κρίση- Ηλεκτρισμού και οι άλλες ιδιωτικές εταιρείες ενέργειας έχουν τρομακτικά υπερκέρδη, πρωτοφανή υπερκέρδη. Και το ίδιο συμβαίνει και με τις εταιρείες διύλισης.
Διότι η Ελλάδα, η μικρή Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στις τιμές ρεύματος συγκριτικά με το εισόδημα των πολιτών, έχει την ακριβότερη βενζίνη σε όλη τη δυτική Ευρώπη. Εδώ εσείς στο Βερολίνο έχετε φτηνότερη βενζίνη από ό,τι στην Ελλάδα, παρ’ ότι τα εισοδήματα είναι πολύ καλύτερα εδώ στη Γερμανία από ό,τι τα εισοδήματα στην Ελλάδα.
Και βεβαίως έχει και εφάμιλλες ή και ακριβότερες τιμές στα βασικά προϊόντα κατανάλωσης στο σούπερ μάρκετ. Αυτή τη μεγάλη κρίση της ακρίβειας των τιμών και της διεύρυνσης των ανισοτήτων θα πρέπει να κληθεί να την αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μια προοδευτική κυβέρνηση. Όπως επίσης και τις συνέπειες από την υγειονομική κρίση, αλλά και την παγκόσμια αποσταθεροποίηση που φέρνει η αιματηρή και παράνομη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Ξέρουμε όλοι βεβαίως ότι αυτός ο αγώνας που δίνουμε, αυτές οι εκλογές, έχουν σημασία και για τον απόδημο Ελληνισμό και πιο συγκεκριμένα για εσάς τους Έλληνες της Γερμανίας.
Έχουν σημασία, θα έλεγα, διότι στην ουσία συγκρούονται δύο διαφορετικοί πολιτικοί κόσμοι, που βλέπουν με ριζικά διαφορετικό τρόπο όχι μόνο τον κόσμο και την Ευρώπη, αλλά και τη θέση που πρέπει να έχει η Ελλάδα, στον κόσμο και στην Ευρώπη.
Και όπως βλέπετε, δεν μίλησα μονάχα για δύο διαφορετικές ιδεολογίες, αλλά για δύο διαφορετικές κοσμοθεωρίες. Διότι αυτό που έχουμε σήμερα στην Ελλάδα δεν είναι απλά μια δύναμη της Δεξιάς με την οποία διαφωνούμε ιδεολογικά. Θα έλεγα ότι η σημερινή Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη είναι μια δύναμη νεοσυντηρητισμού και νεοφιλελευθερισμού ταυτόχρονα, με την οποία μας χωρίζουν βαθύτατες και ανυπέρβλητες πολιτικές αλλά και αξιακές διαφορές.
Για μας η Ελλάδα του αύριο πρέπει να έχει ένα ισχυρό, σύγχρονο, δημόσιο σύστημα Υγείας. Αυτό για εμάς είναι ένα πολύ κρίσιμο, θα έλεγα είναι κυριολεκτικά ζήτημα ζωής και θανάτου. Ιδίως σε μια χώρα που είχε τελικά τους χειρότερους δείκτες σε όλο τον δυτικό κόσμο στην πανδημία, με 36.000 και πλέον χιλιάδες νεκρούς, αλλά σε έναν πληθυσμό 9,5 εκατομμυρίων. Χειρότεροι στους σκληρούς δείκτες ακόμη και από τη Βραζιλία του Μπολσονάρο. Δεν είδαμε όμως καμία θετική μεταρρύθμιση από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αυτό που είδαμε ήταν μεταρρυθμίσεις που οδηγούν στην ιδιωτικοποίηση του συστήματος Υγείας, τη συρρίκνωση του δημοσίου χαρακτήρα του.
Για εμάς η Ελλάδα του αύριο πρέπει να διαθέτει σύγχρονες και ασφαλείς υποδομές, που να στελεχώνονται από καταρτισμένα στελέχη, με αξιοκρατικό τρόπο. Στα Τέμπη δυστυχώς είδαμε όλοι με τον πιο δραματικό τραγικό τρόπο την ανυπαρξία ενός κράτους, που να μπορεί να στηρίξει στοιχειωδώς, να βρίσκεται δίπλα στον πολίτη. Το να μπαίνεις στο τρένο και να μην ξέρεις αν θα φτάσεις στον προορισμό σου, είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να είναι ανεκτό σε καμία χώρα, πόσο μάλλον σε μια ευρωπαϊκή χώρα όπως η Ελλάδα.
Είδαμε ότι δεν υπήρξε κανένας σοβαρός εκσυγχρονισμός των συστημάτων στον σιδηρόδρομο τα τελευταία χρόνια. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια υπήρχε μια αποψίλωση του σιδηροδρόμου από στελέχη σε κρίσιμες θέσεις. Ακόμη και ο μοιραίος αυτός σταθμάρχης βρισκόταν για πολύ λίγες μέρες σε αυτή την κρίσιμη θέση, ανεκπαίδευτος και η τοποθέτησή του εκεί, ήταν προϊόν πελατειακών σχέσεων, προϊόν αυτού του πελατειακού κράτους, που ζήσαμε για πάρα πολλά χρόνια τη δεκαετία του ’60 και μετά στη χώρα. Ένα κράτος, όπου αντί να προαγάγει τους άξιους, προαγάγει αυτούς οι οποίοι έχουν το link, την πρόσβαση στην εξουσία. Και αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσει.
Για εμάς, επίσης, η Ελλάδα του αύριο πρέπει να είναι μια χώρα η οποία να σέβεται το κράτος δικαίου και τη χρηστή διοίκηση. Θα θυμάστε, ξεκίνησα την τοποθέτησή μου μιλώντας για το ’15, εκείνες τις κρίσιμες μέρες που στην Ευρώπη διαδήλωναν πολλοί προοδευτικοί πολίτες υπέρ της Ελλάδας, σε μια άνιση μάχη που έδινε με τον σκληρό πυρήνα του συντηρητισμού και του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη. Κάποιοι συμπολίτες μας στην Ελλάδα διαδήλωναν εναντίον της κυβέρνησης τότε -δεν θα πω εναντίον της Ελλάδας, θα πω εναντίον της κυβέρνησης, θέλω να είμαι δίκαιος. Και τι διαδήλωναν, ποιο ήταν το σύνθημά τους; «Μένουμε Ευρώπη».
Και κοιτάξτε τώρα, αυτοί οι οποίοι διαδήλωναν τότε για να μείνουμε Ευρώπη, είναι αυτοί που σήμερα μας έχουν οδηγήσει μίλια μακριά από την Ευρώπη. Διότι η Ευρώπη με όλα τα προβλήματά της, με όλα τα στραβά της, είναι συνώνυμο του κράτους δικαίου, της δημοκρατίας. Σε ποια ευρωπαϊκή χώρα μπορούν να γίνονται αυτές οι παρακολουθήσεις όλου του πολιτικού συστήματος μέσα από το πρωθυπουργικό γραφείο, με συστήματα τεχνολογίας εξειδικευμένα που έρχονται από το εξωτερικό και τα εξάγει όμως η χώρα μας και σε τρίτες χώρες;
Σε ποια χώρα μπορούν να γίνονται επιθέσεις και παρεμβάσεις σε ανεξάρτητες Αρχές; Να χειραγωγείται με αυτό τον τρόπο η Δικαιοσύνη, για να μην διαλευκάνει τα σκάνδαλα αυτά, αλλά να προσπαθεί να κυνηγήσει, ή να τρομοκρατήσει αυτούς που βγάζουν προς τα έξω την αλήθεια;
Σε ποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα νοείται να ακούμε κάθε δεύτερη μέρα για οικονομικά σκάνδαλα από στελέχη της κυβέρνησης; Να έχουμε αυτό το ρεκόρ των 10 δισ. τα τελευταία δυο χρόνια σε απευθείας αναθέσεις και κλειστούς διαγωνισμούς;
Σε ποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα έχουμε τόσο απροστάτευτα τα δικαιώματα των εργαζομένων;
Για εμάς η Ελλάδα του αύριο, επίσης, πέρα από το να σέβεται το κράτος δικαίου, θα πρέπει να διανέμει και τα ευρωπαϊκά κονδύλια για να στηρίξει τις καινοτόμες και δυναμικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά κι ένα νέο παραγωγικό μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης. Και όχι για να στηρίξει 10-15 μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες έχουν δυνατότητα πρόσβασης στον δανεισμό μόνο αυτές. Το 96% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα δεν έχει πρόσβαση στον δανεισμό, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις είναι αναγκασμένες σε μαρασμό.
Για εμάς η Ελλάδα του αύριο θα πρέπει να παλεύει, όπως παλέψαμε κι όταν ήμασταν κυβέρνηση, για ένα αποτελεσματικό σχέδιο αντιμετώπισης της προσφυγικής κρίσης, με σεβασμό στο διεθνές Δίκαιο. Γιατί δεν μας αξίζει -ως κουλτούρα, ως ιστορία, η Ελλάδα είναι συνώνυμο της ελευθερίας στην πορεία των χρόνων- αυτός ο ρόλος του δεσμοφύλακα της Ευρώπης, μιας Ευρώπης-φρούριο.
Και σήμερα δεν αρκεί να στηρίζουμε την προστασία των συνόρων μας απέναντι στην εργαλειοποίηση από διακινητές και γείτονες. Πρέπει να μιλήσουμε επιτέλους για την ανάγκη για νόμιμες οδούς μετανάστευσης και επανεγκατάστασης, ώστε να μειωθούν οι παράνομες ροές, με ένα δίκαιο Σύμφωνο μετανάστευσης και ασύλου, που να μην ρίχνει την ευθύνη όλη στις χώρες πρώτης υποδοχής.
Το μεταναστευτικό ζήτημα, το προσφυγικό ζήτημα είναι ευρωπαϊκό ζήτημα. Και βασική αρχή, πυρήνας της λογικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να είναι η αλληλεγγύη. Δεν θα προχωρήσει η Ευρώπη χωρίς αλληλεγγύη. Δεν μπορεί σήμερα να έχουμε μια εικόνα ενός πρωθυπουργού που φωτογραφίζεται σ’ έναν φράχτη ο οποίος δεν είναι αποτελεσματικός, αντιγράφοντας τον Τραμπ. Αυτή είναι η εκλογική καμπάνια του Τραμπ. Θυμηθείτε τι έκανε ο Τραμπ πριν από δυο χρόνια στο Μεξικό και ήρθε τώρα ο Μπάιντεν και είπε «παιδιά, αυτά είναι ανοησίες!». Δεν λύνεται έτσι το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα. Και μάλιστα, αν ήταν να λυθεί έτσι, μακάρι να λυνόταν. Δεν έχουμε κάποιο ταμπού, λέμε ότι δεν λύνεται έτσι και είναι υποκρισία και είναι μια προσπάθεια λαϊκισμού να πείσεις τον κόσμο ότι έτσι θα λύσεις το πρόβλημα. Δεν λύνεται έτσι το πρόβλημα. Λύνεται εάν η Ευρώπη και η Ελλάδα κι άλλες χώρες πρώτης υποδοχής πρέπει να διεκδικήσουν στην Ευρώπη ένα δίκαιο Σύμφωνο μετανάστευσης και ασύλου, που θα βάζει πρώτιστη αρχή την αλληλεγγύη και δεν θα ρίχνει την ευθύνη όλη στις χώρες πρώτης υποδοχής.
Τέλος, για εμάς η Ελλάδα του αύριο πρέπει να αποδώσει σημασία και στην ομογένειά της, με στήριξη της ομογένειας. Στήριξη της ομογένειας σημαίνει πρώτα απ’ όλα στήριξη της εκπαίδευσης στην ομογένεια, τόσο σε σχέση με τα μεικτά δίγλωσσα σχολεία, όσο και με την ίδρυση ψηφιακού δίγλωσσου σχολείου, με εκπαιδευτικούς και από την ομογένεια, αλλά και με σύγχρονες εγκαταστάσεις και με πρόσβαση σε τμήματα ελληνικής γλώσσας για όλους. Και ξέρω ότι σύντομα θα έχετε την ευκαιρία να συζητήσετε διαδικτυακά τα θέματα αυτά, όπως και την εξασφάλιση ισχυρών αναγνωρισμένων απολυτηρίων με τον πρώην υπουργό Παιδείας, τον Κώστα Γαβρόγλου.
Η Ευρώπη σήμερα πιστεύω ότι χρειάζεται αυτήν την προοδευτική και δημοκρατική Ελλάδα, που σας περιέγραψα πριν. Όπως και η Ελλάδα και όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί χρειάζονται μια διαφορετική Ευρώπη, πιο δημοκρατική και πιο προσανατολισμένη στην βιώσιμη ανάπτυξη, στην οικονομική σύγκλιση και στην κοινωνική συνοχή. Μια Ευρώπη που έκανε ένα σημαντικό βήμα με το Ταμείο Ανάκαμψης και τον κοινό δανεισμό, ένα βήμα όμως που πρέπει να συνεχιστεί.
Μια Ευρώπη που έχει ενεργό διπλωματικό ρόλο στη γειτονιά της και πρέπει να έχει ενεργό διπλωματικό ρόλο για να είναι και αξιόπιστη. Μια Ευρώπη με ενεργό διπλωματικό ρόλο, τι σημαίνει σήμερα; Δώστε μου δυο λεπτά να πω και δυο λόγια γι’ αυτό. Πρώτα απ’ όλα σημαίνει ότι θα στηρίζει ενεργά το διεθνές Δίκαιο απέναντι σε παραβιάσεις. Θα στηρίζει τη δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στη βάση των αποφάσεων του Ο.Η.Ε. Θα στηρίζει την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και της υφαλοκρηπίδας μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας στη βάση του διεθνούς Δικαίου, με προοπτική να επιλυθεί η διαφορά αυτή επιτέλους στη Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Και βεβαίως θα στηρίζει τη διεύρυνση στα Δυτικά Βαλκάνια.
Μια Ευρώπη που θα δείχνει αλληλεγγύη στον ουκρανικό λαό, αλλά ταυτόχρονα θα παλεύει για τον τερματισμό της ρωσικής εισβολής και για την ειρήνη στη βάση του διεθνούς Δικαίου.
Και αυτό σημαίνει ότι θα παίρνει πρωτοβουλίες σε διπλωματικό επίπεδο, αντιλαμβανόμενη και τον ιστορικό της ρόλο, που βασίζεται σε έναν ισχυρό διατλαντικό διάλογο και στο ΝΑΤΟ, αλλά την ίδια στιγμή πρέπει να είναι διατεθειμένη να λειτουργήσει και πέρα από αυτό το πλαίσιο, όπου δεν συμπίπτουν οι αρχές και τα συμφέροντα της Ευρώπης με τις άλλες δυνάμεις στο ΝΑΤΟ. Δεν συμπίπτουν πάντα, υπάρχουν και στιγμές που δεν συμπίπτουν.
Κλείνω, γιατί θα ακολουθήσει και μια ενδιαφέρουσα συζήτηση αμέσως μετά. Κλείνω λέγοντάς σας το εξής: στις εκλογές που έχουμε στην Ελλάδα σε 31 μέρες, στις εκλογές της 21ης του Μάη, που πολλοί από εσάς θα έχετε και τη δυνατότητα να ψηφίσετε και εδώ στη Γερμανία, σε αυτές τις εκλογές τις ελληνικές, θα δοθεί η επόμενη μάχη, ευρωπαϊκή μάχη, ο επόμενος αγώνας των ευρωπαϊκών δυνάμεων της προόδου απέναντι στις δυνάμεις του νεοσυντηρητισμού και νεοφιλελευθερισμού. Και γι’ αυτό τον λόγο είναι ένας αγώνας που οι δυνάμεις της προόδου στην Ελλάδα, αλλά και οι δυνάμεις της προόδου στην Ευρώπη, θα έλεγα, αυτόν τον αγώνα πρέπει να το δώσουμε ενωμένοι, όσο το δυνατόν πιο ενωμένοι.
Διότι στην Ελλάδα, όπως και στην Ευρώπη, πιστεύω ότι μόνο η συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων μπορεί να σταθεί αποτελεσματικά απέναντι στις δυνάμεις της Δεξιάς. Μιας Δεξιάς που βλέπουμε ότι κάθε μέρα συνεργάζεται όλο και πιο στενά με τις δυνάμεις του εθνικισμού και της Ακροδεξιάς. Μιας Δεξιάς που βλέπουμε ότι κάθε μέρα υιοθετεί όλο και περισσότερο τη ρητορική, τις απόψεις, τις θέσεις του εθνικισμού και της Ακροδεξιάς.
Το είδαμε στην Ιταλία, το είδαμε στην Σουηδία, το είδαμε στην Ανατολική Ευρώπη, το βλέπουμε και στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα που έπιασε ο πόνος τον κ. Μητσοτάκη ένα μήνα πριν τις εκλογές, να νομοθετήσει για να βάλει μπλόκο στο κόμμα των νεοναζί. Αυτό δεν το κάνεις ένα μήνα πριν τις εκλογές, το κάνεις εγκαίρως και το κάνεις με τρόπο συνταγματικά προβλέψιμο. Αλλιώς, φουσκώνεις τους νεοναζί. Αλλά ο πόνος δεν τον έπιασε γιατί έχει θέμα μη τυχόν μπουν στη Βουλή, τον έπιασε διότι ρίχνει δίχτυα στο ακροατήριο της Ακροδεξιάς, έχει την ίδια ρητορική.
Άρα, αυτή η μάχη στην Ελλάδα, η μάχη Αριστεράς – Δεξιάς που μπορεί να δώσει και την προοπτική μιας ευρείας κυβέρνησης προοδευτικών δυνάμεων, μιας Κεντροαριστερής ευρείας κυβέρνησης την επομένη των εκλογών, αν κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μια μάχη που είναι κρίσιμη και για την Ευρώπη. Και θα ακολουθήσουν πολλές τέτοιες μάχες ιδεολογικές, πολιτικές το επόμενο διάστημα και στην Ευρώπη.
Σε αυτή τη μάχη, θέλω να πιστεύω ότι και με τη δική σας στήριξη και με τη στήριξη των προοδευτικών δυνάμεων εδώ στη Γερμανία, μπορούμε να πετύχουμε μια σημαντική νίκη για λογαριασμό της προόδου και της δημοκρατίας.
Σε αυτή τη μάχη, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι πρώτο κόμμα στις 21 του Μάη, ούτως ώστε την επόμενη μέρα να δείξουμε ότι μπορούμε να έχουμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα μια κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας, που θα επιχειρήσει να βγάλει τη χώρα από τις μεγάλες δυσκολίες στις οποίες βρίσκεται σήμερα και κυρίως να μειώσει τις ανισότητες, να ενισχύσει την κοινωνική συνοχή. Αυτός είναι ο στόχος μας και πιστεύω ότι θα τον καταφέρουμε. Σας ευχαριστώ θερμά.