– Υπερχρεώνονται οι έμποροι στην Πάτρα και ήδη βρίσκονται σε δεινή θέση μετά από την τρίτη κατά σειρά χαμένη ευκαιρία, μετά τα Χριστούγεννα και την περίοδο των εκπτώσεων
του Αχιλλέα Ροδίτη (από εφημερίδα ΠΟΛΙΤΕΙΑ)
Άπατο πήγαν οι πωλήσεις στα εμπορικά καταστήματα της Πάτρας την περίοδο του Πάσχα . Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας Νοτιοδυτικής Ελλάδας, Πελοποννήσου και Ιονίων Νήσων, η πτώση τζίρου στα εμπορικά καταστήματα της Πάτρας κατά την εορταστική περίοδο υπέστη πτώση της τάξης του 40% σε σχέση με πέρυσι όταν και πάλι η αγοραστική κίνηση βρισκόταν στο ναδίρ συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά (2022).
Η εικόνα αυτή φαίνεται να «συμφωνεί» απόλυτα και με την εικόνα που έχει και παρουσιάζει, και ο Εμπορικός Σύλλογος Πατρών, απ’ όπου επισημαίνεται ότι η αγορά του λιανεμπορίου πραγματοποίησε πολύ χαμηλές «πτήσεις» και δεν μπόρεσαν οι έμποροι να πετύχουν αυτό που στόχευαν, δηλαδή, να κάνουν έναν τζίρο που θα τους επιτρέψει να κλείσουν οικονομικές «πληγές», υποχρεώσεις με άλλα λόγια που είχαν αφήσει απλήρωτες το προηγούμενο χρονικό διάστημα.
Δυστυχώς, το μειωμένο «ταμείο» του Πάσχα… ήρθε να προστεθεί στο επίσης μειωμένο «ταμείο» των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιά, αλλά και σε εκείνο που μεσολάβησε, των εκπτώσεων. Σε καμία από τις τρεις αυτές περιόδους, που ήταν ευκαιρίες για τον εμπορικό κόσμο, δεν ευοδώθηκε η προσδοκία της ελάχιστης ανάκαμψης της αγοράς έτσι ώστε οι χρεωμένοι επαγγελματίες να επανέλθουν σε μια φυσιολογική ροή λειτουργίας. σύμφωνα με όσα δηλώνουν τόσο ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εμπορίου και αναπληρωτής Γ.Γ. στην ΕΣΕΕ κ. Γιώργος Βαγενάς, όσο και η πρόεδρος του Ε.Ε.Σ.Π. κα Ερμίνα Διονυσάτου.
Διαπιστωμένη αιτία για όλα αυτά, είναι η ακρίβεια στα τρόφιμα και τα λειτουργικά ενός σπιτιού. Αφού για το πασχαλινό τραπέζι και το ρεύμα απαιτείτο το σύνολο σχεδόν των χρημάτων, πώς θα προόριζε κανείς χρήματα για ψώνια στην αγορά…;
ΟΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΛΟΥΚΕΤΑ
ΕΙΝΑΙ ΚΑΘ’ ΥΠΕΡΒΟΛΗ;
Και πάμε τώρα στο «δια ταύτα». Το ερώτημα που θέσαμε και προς τους δύο ανωτέρω συνδικαλιστές εκπροσώπους ήταν «αν οι συχνές δηλώσεις περί… λουκέτων στον χώρο του εμπορίου είναι δηλώσεις που επαληθεύονται στην πράξη ή που διατυπώνονται καθ’ υπερβολή». Η απάντηση και από τους δύο προέδρους, της Ο.Ε.ΕΠ. και του Ε.Ε.Σ.Π. είναι ότι «δυστυχώς, λουκέτα μπήκαν ήδη σε εμπορικά καταστήματα».
Η κα Διονυσάτου μάλιστα προτείνει: «περπατήστε λίγο στην Πάτρα και παρατηρήστε πιο προσεχτικά. Θα δείτε ότι υπάρχουν μαγαζιά που είναι πια ξενοίκιαστα. Απευθυνθείτε και στον σύλλογο ιδιοκτητών ακινήτων για να διαπιστώσετε πόσα από αυτά ξενοικιάστηκαν προσφάτως, για να επιβεβαιώσετε του λόγου το αληθές».
Ο κ. Βαγενάς, από την άλλη, διευκρινίζει την εξής παράμετρο: «στα στοιχεία του ΓΕΜΗ σίγουρα δεν θα βρείτε μεγάλη αύξηση στον αριθμό διαγραμμένων. Επειδή οι επαγγελματίες για να κλείσουν τα βιβλία τους πρέπει πρώτα να τακτοποιήσουν και τις οικονομικές τους εκκρεμότητες. Θα συναντήσετε, λοιπόν, πολλές περιπτώσεις συναδέλφων που στα βιβλία φαίνονται ενεργοί, όμως έχουν πάψει να λειτουργούν».
ΟΣΟΙ ΜΕΝΟΥΝ, ΥΠΕΡΧΡΕΩΝΟΝΤΑΙ
Δίνει όμως και μια πρόσθετη διάσταση στη συζήτηση λέγοντας: «το θέμα δεν είναι πόσα λουκέτα έχουν ήδη μπει αλλά πόσο χρεώνονται οι επαγγελματίες και πόσο ανοίγει η οικονομική ‘τρύπα’ της επιχείρησής τους. Διότι μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, μια πενταετία, δεν υπήρχε κανείς επαγγελματίες που να χρωστά, για παράδειγμα, στο ασφαλιστικό του ταμείο. Ενώ τώρα, το 75% των εμπόρων οφείλουν από μικρά έως και τεράστια ποσά».
Εξηγεί δε, ότι για πολλούς οι οποίοι ακόμα παραμένουν και στην πράξη ενεργοί με ανοιχτά καταστήματα, είναι γιατί δεν έχουν άλλο αντικείμενο, ενώ βαρύνονται και με αυτό που επί χρόνια είναι ανικανοποίητο αίτημά τους, ότι δεν δικαιούνται επίδομα ανεργία. Έτσι, απλώς λειτουργούν τα μαγαζιά, προσπαθώντας να εξασφαλίζουν το νοίκι και το ρεύμα, να πηγαίνουν ένα μεροκάματο σπίτι, αλλά αφήνοντας λοιπές υποχρεώσεις στον «αυτόματο πιλότο» σε μια λογική του «βλέποντας και πράττοντας».