Ένα νέο τοπίο, με μικρότερο κόστος δανεισμού, υψηλότερες αποδόσεις στις καταθέσεις και χαμηλότερες προμήθειες στις συναλλαγές, φέρνει το 2024 για τους πελάτες των τραπεζών, χωρίς, ωστόσο, να λείπουν και οι… αστερίσκοι. Ειδικότερα, τα «στοιχήματα», όσον αφορά στο χρονισμό της μείωσης των επιτοκίων από την Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), δίνουν και παίρνουν, με το επικρατέστερο σενάριο να παραμένει αυτό της αποκλιμάκωσης το β’ εξάμηνο του 2024.
Το τελευταίο διάστημα, ωστόσο, οι αγορές θεωρούν ως εξίσου πιθανή την προοπτική η κεντρική τράπεζα να δώσει – πρώτη αυτή, με τη FED να ακολουθεί – το έναυσμα της μείωσης ακόμη και μέσα στους πρώτους τρεις μήνες του 2024, «ποντάροντας» στην πτώση του καταθετικού επιτοκίου στο 2,5% από 4% σήμερα. Όπως και να έχει, η εξέλιξη αυτή θα αποβεί προς όφελος των δανειοληπτών, τόσο παλαιών που την τελευταία διετία είδαν το κόστος του δανείου τους να έχει εκτοξευτεί, με κάποιους εξ αυτών να προχωρούν σε πρόωρες αποπληρωμές, «θυσιάζοντας» μέρος των διαθεσίμων τους, όσο και νέων που ελέω υψηλών επιτοκίων ανέβαλαν για αργότερα τα όποια σχέδιά τους για δανεισμό.
Όσον αφορά στους δανειολήπτες με στεγαστικά δάνεια, για τα οποία οι τράπεζες έχουν προχωρήσει σε «πάγωμα» του επιτοκίου αναφοράς, για να δουν μείωση θα πρέπει η ΕΚΤ να ρίξει τα επιτόκια κάτω του ορίου που είχε διαμορφωθεί στα τέλη του περασμένου Μαρτίου, δηλαδή 2,70% για το Euribor ενός μηνός, 2,85% για το Euribor τριών μηνών, 3,30% για το επιτόκιο ΕΚΤ (MRO) και 1,20% για το επιτόκιο Saron (Swiss Average Rate Overnight), βάσει του οποίου προκύπτουν τα αντίστοιχα Libor για το ελβετικό φράγκο. Υπενθυμίζεται πως το Euribor τριών μηνών βρίσκεται σήμερα στο 3,909%. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται αντιληπτό πως τα όποια οφέλη για τους δανειολήπτες θα εξαρτηθούν, όχι μόνο από το χρόνο, αλλά από την ταχύτητα αποκλιμάκωσης των επιτοκίων.
Στον αντίποδα, το ενδεχόμενο μείωσης των επιτοκίων κάποια στιγμή εντός του 2024 φέρεται να έχει θορυβήσει τους αποταμιευτές που έτσι κι αλλιώς, αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους – μακριά από τις προθεσμιακές καταθέσεις – για να «κλείσουν» τα χρήματά τους. Κι αυτό γιατί, όπως έγραψε το newmoney, αν και τα επιτόκια που προσφέρουν οι τράπεζες έχουν αυξηθεί κατά 60% τους τελευταίους μήνες (μεσοσταθμικά στο 1,60% τον Οκτώβριο για καταθέσεις έως δύο ετών έναντι 0,99% τον Μάρτιο του 2023), ελάχιστοι αποταμιευτές θα δουν στους λογαριασμούς αποδόσεις πάνω από 20 ευρώ τον μήνα καθαρά από φόρους (λιγότερα από 250 ευρώ ετησίως), ακόμα και εάν είχαν καταθέσει κλειστά ποσά 20.000 ευρώ ή και πολύ μεγαλύτερα.
Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, ο ανταγωνισμός που δέχονται από τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (σ.σ. κάθε μήνα υπολογίζεται ότι πάνω από 7.000 ελληνικά νοικοκυριά επιλέγουν να τοποθετήσουν σε αυτά έως και 15.000 ευρώ, εξασφαλίζοντας αποδόσεις 3,5% – 3,8%), σε συνδυασμό με τις… πιέσεις από πλευράς της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) να μειωθεί η «ψαλίδα» μεταξύ των επιτοκίων δανείων και καταθέσεων, αναμένεται να λειτουργήσει προς όφελος των αποταμιευτών. Προς ώρας, πάντως, οι αποδόσεις που προσφέρουν οι εγχώριες τράπεζες εξακολουθούν να είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη.
Τέλος, όσον αφορά στις συναλλαγές, η πρόσφατη απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού που υποχρέωσε τις τράπεζες να μειώσουν – ήδη από τις αρχές του 2024 και για μία περίοδο 3+2 ετών – κατά περίπου 30% τις προμήθειες που κρατούν για την ανάληψη μετρητών από ΑΤΜ με τη χρήση καρτών που έχουν εκδοθεί από άλλα ιδρύματα (σ.σ. Direct Access Fee, DAF), θεωρείται από πολλούς προπομπός για μειώσεις και σε μία σειρά άλλων χρεώσεων. Σε ανάρτησή του στα κοινωνικά δίκτυα, άλλωστε, ο απερχόμενος επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού, κ. Ιωάννης Λιανός, έκανε λόγο για «περισσότερες από δύο δωδεκάδες προμήθειες που κρίθηκαν παράνομες και πρέπει είτε να αφαιρεθούν είτε να σταματήσουν να ισχύουν στο μέλλον». Υπενθυμίζεται πως από την 1η Ιανουαρίου 2024 το DAF έχει μειωθεί ως ακολούθως:
• Τράπεζα Πειραιώς: έως το ύψος των δύο ευρώ έναντι τριών ευρώ που ίσχυε μέχρι πρότινος.
• Εθνική Τράπεζα: έως το ύψος του 1,90 ευρώ έναντι 2,60 ευρώ προηγουμένως.
• Alpha Bank: έως το ύψος του 1,80 ευρώ από το προηγούμενο ποσό των 2,50 ευρώ.
• Εurobank: έως το ύψος του 1,80 ευρώ από 2,50 ευρώ.
• Attica Bank: έως το ύψος του 1,50 ευρώ από δύο ευρώ.
Οι πελάτες των τραπεζών, πάντως, συνεχίζουν να χρεώνονται για μία σειρά από συναλλαγές, από την πληρωμή λογαριασμών ενέργειας ή τηλεφωνίας, με ένα κόστος που μεμονωμένα φαντάζει αμελητέο, αφού δεν ξεπερνά τα 30 – 40 λεπτά, αλλά σωρευτικά και δη, σε ένα περιβάλλον πληθωρισμού είναι υπολογίσιμο, μέχρι την ερώτηση υπολοίπου σε ΑΤΜ τρίτων εντός/εκτός Ευρωζώνης ιδρυμάτων ή την επανέκδοση κατόπιν απώλειας χρεωστικής κάρτας (στα έξι ευρώ κατά μέσο όρο) ή PIN, αλλά και τη συνδρομή πιστωτικής κάρτας που κυμαίνεται στα 30 ευρώ και ενδέχεται να φτάσει έως και τα 100 ευρώ εάν πρόκειται για κάρτα με αυξημένα προνόμια.
newmoney