Νέα επιβάρυνση θα υποστούν οι συνδρομητές τηλεπικοινωνιακών εταιρειών στην Ελλάδα, οι οποίοι πληρώνουν ήδη «καπέλο» 67% σε σχέση με τους άλλους Ευρωπαίους:
Οι τιμαριθμικές αναπροσαρμογές στα συμβόλαια που πρότεινε η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, θα αυξήσουν περαιτέρω το κόστος των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, σε μια περίοδο που η κυβέρνηση έχει κάνει «σημαία» της πολιτικής της για τα προβλήματα της καθημερινότητας την χαλιναγώγηση της ακρίβειας.
Η πρωτοβουλία της ΕΕΤΤ προκαλεί έντονη δυσφορία στην κυβέρνηση και έντονες αντιδράσεις στους κόλπους της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ, που βλέπει να υποσκάπτεται η προσπάθεια αναχαίτισης των πληθωριστικών πιέσεων. Το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο ζήτησε να παγώσει το σχέδιο τιμαριθμικών αναπροσαρμογών στα τιμολόγια.
Το θέμα των υψηλών χρεώσεων έφερε στο προσκήνιο ο πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού Ιωάννης Λιανός, ο οποίος ανεπισήμως «κάρφωσε» τις επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών και – εμμέσως πλην σαφώς- την εποπτική αρχή του κλάδου, την ΕΕΤΤ.
Εμμεσο “κάρφωμα”
Σε πρόσφατη ανάρτησή του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης ο κ. Λιανός επισήμανε ότι στους περισσότερες επιμέρους κλάδους οι τιμές στην Ελλάδα είναι κοντά στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή είναι χαμηλότερες. Εξαίρεση αποτελούν οι τηλεπικοινωνίες, όπου το επίπεδο των τιμών είναι πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Δημοσίευσε μάλιστα πίνακα με στοιχεία της Eurostat, που δείχνουν ότι οι τιμές στις τηλεπικοινωνίες στην Ελλάδα ήταν 67,4% ακριβότερες από τον μέσο όρο της Ε.Ε. το 2022, ενώ στο σύνολο των καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών ήταν 12% χαμηλότερες.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, η κοινή λογική υποδεικνύει ότι βασική προτεραιότητα της ΕΕΤΤ θα έπρεπε να είναι η λήψη μέτρων που θα επέφεραν συμπίεση των τιμών στις τηλεπικοινωνίες, κάτι που είναι άλλωστε απολύτως απαραίτητο για την προώθηση της ψηφιακής μετάβασης, σύμφωνα με τις προτεραιότητες της εθνικής και ευρωπαϊκής πολιτικής αυτής της περιόδου.
Όμως, η ΕΕΤΤ έχει εντελώς διαφορετική ατζέντα: Αντί να προστατεύει τους καταναλωτές από τις δυσανάλογα υψηλές χρεώσεις των τηλεπικοινωνιακών παρόχων, η αρχή κινήθηκε υπέρ τους: εν μέσω προεκλογικής περιόδου και με υπηρεσιακή κυβέρνηση στο τιμόνι της χώρας πρότεινε “αναπροσαρμογή” τιμολογίων για να ικανοποιήσει το πιεστικό αίτημα των εταιρειών. Ετσι, αντί να συμβάλει στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, φρόντισε να προστατεύσει την κερδοφορία των τηλεπικοινωνιακών εταιρειών από τον πληθωρισμό.
Ετεροβαρή συμβόλαια
Ως γνωστόν, η Επιτροπή έθεσε σε διαβούλευση, η οποία έκλεισε στις 20 Ιουλίου, μια πρόταση για αλλαγή στον κανονισμό αδειών που θα επιτρέπει στις εταιρείες κάθε χρόνο να αναπροσαρμόζουν τα τιμολόγιά τους με βάση τον μέσο πληθωρισμό του προηγούμενου έτους, «σπάζοντας» τα συμβόλαια.
Οι καταναλωτές θα έχουν μόνο το δικαίωμα να αποχωρήσουν από την εταιρεία τους χωρίς πέναλτι, ένα δικαίωμα που ελάχιστη αξία θα έχει, αν όλοι οι πάροχοι υιοθετήσουν τις ρήτρες αναπροσαρμογής στον πληθωρισμό. Σημειώνεται ότι ο μέσος πληθωρισμός ήταν 9,5% το 2022, κάτι που σημαίνει ότι, εάν τεθεί φέτος σε ισχύ ο νέος κανονισμός, όπως επιδίωκε η ΕΕΤΤ, οι αυξήσεις θα ήταν εξαιρετικά υψηλές.
Σύμφωνα με πληροφορίες, με τη λήξη της διαβούλευσης και την έναρξη της αντίστροφης μέτρησης για την αλλαγή του κανονισμού και την επιβολή των αυξήσεων, η νέα πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, ο υπουργός Δημήτρης Παπαστεργίου και ο υφυπουργός, Κώστας Κυρανάκης παρενέβησαν ευθέως στο έργο της τυπικά ανεξάρτητης αρχής, για να τονίσουν εκ μέρους της κυβέρνησης ότι δεν είναι επιθυμητή η αλλαγή του κανονισμού στην παρούσα φάση.
Θεωρητικά, η ΕΕΤΤ μπορεί να αγνοήσει αυτές τις συστάσεις, στον βαθμό που ασκεί ανεξάρτητα από την κυβέρνηση το έργο της. Ομως οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι προσανατολίζεται να… βάλει στον πάγο την αλλαγή του κανονισμού, χωρίς πάντως να εγκαταλείψει εντελώς αυτό το σχέδιο. Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι η αλλαγή κανονισμού θα γίνει τον επόμενο χρόνο, ώστε να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τις προσαρμογές των τιμολογίων ο μέσος πληθωρισμός του 2023, ο οποίος προβλέπεται από την Κομισιόν ότι θα υποχωρήσει στο 4,2%.
Καταπέλτης ο Συνήγορος του Καταναλωτή
Στη δημόσια διαβούλευση της ΕΕΤΤ, οι πάροχοι, όπως ήταν αναμενόμενο, υποστήριξαν την τιμαριθμική αναπροσαρμογή, ενώ στην αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκαν τα σχόλια των ενώσεων καταναλωτών. Ιδιαίτερη αξία, όμως, έχει η τοποθέτηση μιας δημόσιας αρχής, του Συνηγόρου του Καταναλωτή, που με εύστοχα επιχειρήματα απέκρουσε όλη την επιχειρηματολογία της ΕΕΤΤ και των εταιρειών υπέρ της αναπροσαρμογής.
Οι σημαντικότερες επισημάνσεις του ΣτΚ είναι οι εξής:
Οιαδήποτε δυσμενής για τους καταναλωτές παρέμβαση σε εν ισχύ συμβάσεις και μάλιστα καθ’ οριζόντιο – εναρμονισμένο τρόπο σε όλο το εύρος της αγοράς και εις βάρος του συνόλου των καταναλωτών αντιτίθεται στην καταναλωτική νομοθεσία, πλήττει ανεπανόρθωτα την ασφάλεια των συναλλαγών και υπονομεύει το κράτος δικαίου. Η Ανεξάρτητη Αρχή “Συνήγορος του Καταναλωτή” αντιτίθεται απολύτως σε οποιαδήποτε τέτοια παρέμβαση σε συμβάσεις που βρίσκονται σε ισχύ.
Οι προμηθευτές ειδικά στον τομέα των τηλεπικοινωνιών είναι μεγάλες εταιρείες – κολοσσοί για τα δεδομένα της εκάστοτε εγχώριας αγοράς που απασχολούν πλήθος εξειδικευμένων συνεργατών και διαθέτουν όλα εκείνα τα εργαλεία που τους δίνουν τη δυνατότητα να πραγματοποιούν οικονομικές προβλέψεις, να συντάσσουν προϋπολογισμούς και business plans και να διαμορφώνουν με βάση αυτά πολιτικές πωλήσεων, προσφορές κλπ, ώστε να περιορίζουν το επιχειρηματικό τους ρίσκο, επιδιώκοντας και επιτυγχάνοντας κατά κανόνα, σημαντικά κέρδη. Οι καταναλωτές, έχοντας απόλυτη ανάγκη ειδικά το συγκεκριμένο αγαθό της επικοινωνίας προστατεύονται από τους νόμους και από την επαγρύπνηση των Ρυθμιστικών Αρχών που οφείλουν να εποπτεύουν την ασφάλεια των συναλλαγών. Η Ανεξάρτητη Αρχή “Συνήγορος του Καταναλωτή” αντιτίθεται κατηγορηματικά σε οποιαδήποτε ρυθμιστική παρέμβαση, όπως η εισαγωγή “ρήτρας (τιμαριθμικής) αναπροσαρμογής” η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα τη μετακύλιση του επιχειρηματικού κινδύνου των ισχυρών προμηθευτών σε βάρος των εξ ορισμού ασθενέστερων καταναλωτών.
Οι προμηθευτές καταρτίζοντας τις εκάστοτε προσφορές τους και συνάπτοντας με βάση αυτές συμβάσεις με τους καταναλωτές για διάστημα 12 ή 24 μηνών, έχουν λάβει υπ’ όψιν τους όλα τα οικονομικά μοντέλα και όλες τις προβλέψεις. Ο δε καταναλωτής άγεται στην επιλογή της εκάστοτε προσφοράς με βάση τον οικογενειακό του προϋπολογισμό για το διάστημα που καλείται να δεσμευτεί έναντι του προμηθευτή. Δεν νοείται η ανατροπή αυτής της ισορροπίας και μάλιστα σε μια μικρής χρονικής διάρκειας σύμβασης με την υποχρεωτική συμβατική πρόβλεψη κάποιας μεταβλητής τιμής, είτε πρόκειται για τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή είτε για οποιαδήποτε άλλη. Μάλιστα, όπως προβλέπεται στο κείμενο της εν θέματι Διαβούλευσης, η ανατροπή αυτή μπορεί να συμβεί έως και δύο φορές μέσα στο χρονικό πλαίσιο της ίδιας διετούς σύμβασης με την ενεργοποίηση της ρήτρας αναπροσαρμογής ανά ημερολογιακό έτος, με μόνη προϋπόθεση την παρέλευση τριών μηνών από την υπογραφή της, ώστε να εφαρμοστεί η πρώτη αναπροσαρμογή.
Περαιτέρω αντιβαίνει στη λογική οι προμηθευτές να καταρτίζουν μια σύμβαση τον Ιανουάριο του 2023 χωρίς να έχουν λάβει υπόψιν το ΔΤΚ του 2022 ώστε να απαιτούν στη συνέχεια τιμαριθμική αναπροσαρμογή μέσα στο ίδιο έτος.
Επιπρόσθετα στα ανωτέρω, ο ΣτΚ επισημαίνει ότι:
Οι υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών και παροχής δεδομένων στην Ελλάδα είναι από τις ακριβότερες στην Ε.Ε, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη και την επιδείνωση της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων καταναλωτών τα τελευταία χρόνια συγκριτικά με τους υπολοίπους Ευρωπαίους πολίτες.
Οι υπηρεσίες αυτές δεν είναι πάντοτε ισότιμες ή ανάλογης ποιότητας με αυτές που προσφέρονται σε άλλες χώρες της Ε.Ε.
Αρκετοί πάροχοι των υπηρεσιών αυτών στην Ελλάδα καταγράφουν σημαντικά κέρδη, παρά την αρνητική διεθνή οικονομική συγκυρία, σύμφωνα και με τα οικονομικά τους αποτελέσματα και τις ανακοινώσεις των ιδίων.
Επί αυτού λοιπόν του εδάφους δεν μπορεί να ευσταθεί λογικό επιχείρημα που να δικαιολογεί:
α) αυξήσεις στα τιμολόγια υφιστάμενων συμβάσεων και μάλιστα με οριζόντιο τρόπο και εις βάρος του συνόλου των καταναλωτών και
β) θεσμοθέτηση της συστηματικής ανατροπής των συμβάσεων παροχής των ανωτέρω υπηρεσιών δια της εισαγωγής ρήτρας τιμαριθμικής αναπροσαρμογής.