Του Γιώργου Καρβουνιάρη
Μόλις λίγες ώρες πριν, οι δρόμοι της Πάτρας αντηχούσαν από τις φωνές των διαδηλωτών. Χιλιάδες άνθρωποι βάδιζαν μαζί, με πανό που ανέμιζαν στον άνεμο και συνθήματα που έσκιζαν τον ουρανό. Η πόλη έμοιαζε να πάλλεται από μια κοινή ανάσα οργής, από μια αίσθηση πως κάτι έπρεπε να αλλάξει. Τα βήματα πάνω στην άσφαλτο είχαν ρυθμό, αλλά όχι χαρούμενο. Ήταν το βάδισμα της διεκδίκησης, της διαμαρτυρίας, της ανάγκης για φωνή.
Και τώρα, σχεδόν μαγικά, οι ίδιες λεωφόροι ήταν αγνώριστες. Οι φωνές είχαν μετατραπεί σε μουσική, τα τύμπανα χτυπούσαν όχι πολεμικά αλλά καρναβαλικά, και τα χέρια που ύψωναν γροθιές τώρα πετούσαν σερπαντίνες στον αέρα. Η νυχτερινή παρέλαση του Πατρινού Καρναβαλιού ξεκίνησε σαν ξόρκι που μεταμορφώνει τη θλίψη σε ξέφρενη χαρά. Η πόλη έμοιαζε να αλλάζει προσωπείο, μα η ένταση παρέμενε η ίδια—σαν μια ενέργεια που δεν χάνεται, μόνο αλλάζει μορφή.
Ο Βασιλιάς Καρνάβαλος, φέτος με τη μορφή του Αρλεκίνου, περνούσε επιβλητικός μέσα από το πλήθος. Το πολύχρωμο χαμόγελό του παρέμενε αινιγματικό—ήταν γέλιο χαράς ή ειρωνείας; Ήξερε, άραγε, ότι η ίδια πόλη που τον επευφημούσε είχε λίγες μέρες πριν πλημμυρίσει από έναν διαφορετικό θόρυβο; Τα άρματα έλαμπαν, τα φώτα χόρευαν, και οι καρναβαλιστές χανόντουσαν σε έναν κόσμο όπου τα προβλήματα μπορούσαν, έστω για μία νύχτα, να ξεχαστούν.
Και όμως, το ένα δεν ακύρωνε το άλλο. Η ίδια δύναμη που έβγαλε τον κόσμο στους δρόμους να φωνάξει, τον έβγαλε τώρα να χορέψει. Το Πατρινό Καρναβάλι δεν ήταν απλώς μια γιορτή, αλλά μια υπενθύμιση: η ζωή έχει πολλές όψεις, και η Πάτρα ξέρει να τις ζει όλες.